12 Αυγούστου 2014

«Ανάπτυξη, Περιφερειακή Ανάπτυξη & Πολιτική : Ιστορικό & Σύγχρονη Κρίση» Tης Ανθή Πατεράκη

Ημερίδα του Ι.ΕΚ.Ε.Μ. Τ.Ε.Ε. στις 16/3/2012 με θέμα: «Η Περιφερειακή Πολιτική και Ανάπτυξη στην Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση  - Νέα προσέγγιση της Από-ανάπτυξης»
Tης Ανθή Πατεράκη Αρχιτέκτων Μηχανικός Α.Π.Θ. 
M.Sc. Urban & Regional Studies – Birmingham Univ. U.K
Πτυχιούχος Ινστιτούτου Περιφερειακής Ανάπτυξης Παντείου Πανεπιστημίου

Το μεγάλο ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί φθάσαμε σαν χώρα στη σημερινή κρίση –κατά τη γνώμη της γράφουσας κυρίως συστημική και πολιτισμική και ακολούθως οικονομική.
....το ΑΕΠ δεν αυξάνει ανάλογα (το αντίθετο μάλιστα) με το βιοτικό επίπεδο του κοινωνικού συνόλου.
Η αποανάπτυξη απαιτεί σε μεγάλο βαθμό αλλαγή κουλτούρας η οποία μπορεί να επέλθει προοδευτικά και από τρεις κυρίως παραμέτρους : ανάγκη (= συνέπειες απότομης οικονομικής ύφεσης), παιδεία, θεσμικές ρυθμίσεις.

 [1]Ο όρος ‘’ΑΝΑΠΤΥΞΗ’’ έχει τελευταία μπεί για τα καλά στη ζωή μας. Μας ακολουθεί παντού : στην τηλεόραση, στο ραδιόφωνο, στις εφημερίδες, ρέει αφειδώς από τη γλώσσα των πολιτικών μας, κυκλοφορεί στις μεταξύ μας συζητήσεις. Μας λέγεται ότι ανάπτυξη στην Ελλάδα του σήμερα σημαίνει μεγάλες επενδύσεις σε αξιοποίηση πηγών ενέργειας, δημιουργία μεγάλων κτιριακών συγκροτημάτων εμπορικού χαρακτήρα, εφαρμογή καινοτομιών σε κάθε κατηγορία οικονομικής δραστηριότητας, κοκ. Και βέβαια, επειδή πάσχουμε από εγχώρια οικονομική ρευστότητα, οι ‘’μεγάλες’’ αυτές επενδύσεις δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν παρά από μεγάλα αλλοδαπά επιχειρηματικά σχήματα. Μήπως αυτό μας θυμίζει κάποια χώρα ονόματι Ιρλανδία 15 χρόνια πριν;

Ο όρος ‘’ΑΝΑΠΤΥΞΗ’’ αποτελεί στη σχετική θεωρία μετάφραση του αγγλικού όρου ‘’economic growth’’ και του γαλλικού ‘’croissance’’, αναφέρεται δηλαδή στο οικονομικό πεδίο παρόλο που στις χρυσές δεκαετίες 1960, 1970 και 1980 χρησιμοποιήθηκε παράλληλα –και ίσως ενίοτε επισκιάσθηκε -από τον όρο ‘’κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη’’ (socioeconomic development)
που εμπεριέχει και την έννοια της μεγέθυνσης της κοινωνικής μέριμνας (κράτος πρόνοιας) αλλά και την έννοια της όσο το δυνατόν καλύτερης κατανομής τους στο χώρο, απαραίτητης προϋπόθεσης για την αντιμετώπιση των κοινωνικών και χωρικών προβλημάτων που προέκυψαν από την μεταπολεμική οικονομική (βιομηχανική) υπερ-μεγέθυνση των αστικών κέντρων των ‘’αναπτυγμένων’’ χωρών του βορά (Ευρώπη, ΗΠΑ). Παράλληλα αναδύεται και ο όρος ‘’ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ’’ –γενναίο υποσύνολο της ‘’ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ’’ -που για να επιτευχθεί, στα πλαίσια κατ’ αρχήν του έθνους –κράτους και στη συνέχεια στα πλαίσια της ‘ενοποιούμενης’ προοδευτικά Ευρώπης, υιοθετείται και εφαρμόζεται η ‘’ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ (ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ) ΠΟΛΙΤΙΚΗ’’ η οποία θέτει και τις βάσεις για την Οικονομική του Χώρου, το νέο πεδίο της οικονομικής πολιτικής. 

Παρόλο που η Περιφερειακή Πολιτική ως οικονομική πολιτική θεμελιώνεται τα μεταπολεμικά χρόνια, εντούτοις, οι ρίζες της θα πρέπει να αναζητηθούν στις συνέπειες της οικονομικής κρίσης του 1929, όταν υπό την επίδραση των θεωριών του Keynes, θέματα ρύθμισης και ελέγχου των μηχανισμών της αγοράς και εξισορρόπησης των οικονομικών συστημάτων θέτουν τις βάσεις για ενίσχυση κρατικών παρεμβατικών πολιτικών. Τέτοιες παρεμβάσεις εφαρμόζονται κυρίως στην Ευρώπη αλλά και στην Αμερική και την ΕΣΣΔ προκειμένου να στηριχθούν περιοχές σε καθυστέρηση και να αντιμετωπισθούν τα προερχόμενα από την κρίση οξύτατα προβλήματα των αστικών κέντρων. Η Περιφερειακή Πολιτική αρχικά στηρίζει την οργάνωση των μεγάλων πόλεων (με αποτέλεσμα και την άνθιση πολεοδομικού σχεδιασμού). Προοδευτικά, όμως, στρέφεται στο σχεδιασμό της κοινωνικής και χωροταξικής οργάνωσης λιγότερο ανεπτυγμένων και απομακρυσμένων περιοχών της γεωγραφικής περιφέρειας. Έτσι, η Περιφερειακή Πολιτική, εκτός από οικονομική και κοινωνική, ενσωματώνει και την έννοια του χώρου (με αποτέλεσμα και την άνθιση του χωροταξικού σχεδιασμού τις δύο πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες). Όλα αυτά, βεβαίως, συμβαίνουν στη Ευρώπη και όχι ακριβώς στην Ελλάδα που τις περιόδους αυτές ανήκει ολόκληρη στην κατηγορία των περιοχών σε καθυστέρηση.

Παρόλο που στην Ελλάδα η πορεία της ΠΠ, μέχρι την είσοδό μας στην ΕΟΚ, προσπαθεί να ακολουθήσει τα ευρωπαϊκά δρώμενα καθιερώνοντας δράσεις ενίσχυσης βιομηχανικής ανάπτυξης στις περιφέρειες (προ 1950) και χρηματοδοτώντας μεμονωμένα έργα υποδομής που δεν εμπίπτουν σε προγραμματικό πλαίσιο. Συγκροτημένη μορφή ελληνικής ΠΠ εμφανίζεται στην αυγή της δεκαετίας του 1960 με αφορμή το πρώτο ‘’5ετές Πρόγραμμα Οικονομικής Ανάπτυξης της Ελλάδας 1960-64’’ που εντοπίζει την ανάγκη αντιμετώπισης των περιφερειακών ανισοτήτων. Από το 1964 μέχρι τη μεταπολίτευση εδραιώνεται η ΠΠ με τη θεσμοθέτηση αναπτυξιακών κινήτρων ανά περιοχή, την ίδρυση βιομηχανικών περιοχών, την υιοθέτηση ιεράρχησης των αστικών κέντρων –πόλων ανάπτυξης, την ίδρυση υπηρεσιών περιφερειακής ανάπτυξης και την υλοποίηση ειδικών αναπτυξιακών προγραμμάτων για καθυστερημένες αγροτικές περιοχές. Μεταπολιτευτικά, η ΠΠ ενισχύεται με ειδικά κίνητρα για παραμεθόριες περιοχές, ενισχύονται κατά κλάδο οι επιχειρήσεις και αυξάνονται τα ειδιικά προγράμματα (πχ Εβρου) ενώ αρχίζουν να υλοποιούνται και προγράμματα έργων μεταφοράς.

Από το 1980 και μετά η ελληνική ΠΠ έρχεται να εναρμονισθεί και να συνδεθεί με την Κοινοτική ΠΠ δεδομένου ότι οι χρηματοδοτικοί πόροι που διατίθενται για την ανάπτυξη της ελληνικής περιφέρειας και όχι μόνο, αρχίζουν να συγχρηματοδοτούνται από την ΕΟΚ.

Η Κοινοτική ΠΠ – που σαν πολιτική δεν προβλεπόταν από τη Συνθήκη της Ρώμης σε αντίθεση με την κοινωνική (ΕΚΤ) πολιτική και τη γεωργική πολιτική ((Ευρ. Γεωργ. Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων-ΕΓΤΠΕ) – υιοθετείται ουσιαστικά με την ίδρυση του ΕΤΠΑ (1975) προκειμένου να αντιμετωπισθούν τα προβλήματα των νέο-εισαχθεισών χωρών (Δανία, Ιρλανδία, Μ. Βρετανία 1973), προβλήματα εντοπισμένα είτε σε περιοχές αστικής βιομηχανικής παρακμής (urban decline βρετανικών πόλεων του βορά) είτε σε όχι ανεπτυγμένες, απομακρυσμένες και δυσπρόσιτες περιοχές των χωρών αυτών. Στόχος της πολιτικής αυτής ήταν η μείωση των διαφορών μεταξύ των επιπέδων οικονομικής ανάπτυξης των διαφόρων περιοχών της ΕΟΚ ενώ οι διατιθέμενοι πόροι ήταν αρχικά εξαιρετικά περιορισμένοι. Η πολιτική αυτή απαιτούσε από τα κράτη –μέλη την εκπόνηση 5 ετών προγραμμάτων ανάπτυξης (συμπεριλαμβανομένης και της περιφερειακής) καθαρά ενδεικτικού και όχι επιχειρησιακού χαρακτήρα όπως εξελίχθηκαν στη συνέχεια, στα πλαίσια των οποίων χρηματοδοτούνταν από το ΕΤΠΑ μεμονωμένα έργα μέσω μιας πρωτόλειας τεκμηρίωσης και διασύνδεσης με τους αναπτυξιακούς στόχους κάθε περιφέρειας. Στα πλαίσια της Κοινοτικής ΠΠ και των χρηματοδοτήσεων του ΕΤΠΑ, και κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1980, αναπτύχθηκαν παράλληλα μικρού ύψους τομεακά προγράμματα με περιφερειακή διάσταση. Τα προγράμματα αυτά αφορούσαν όλα κράτη –μέλη ενώ τα κυριότερα για τη χώρα μας ήταν τους νεοαναπτυσσόμενους τομείς των τηλεπικοινωνιών και της αξιοποίησης ήπιων μορφών ενέργειας. 

Η σημαντική μεταρρύθμιση στην ευρωπαϊκή και ελληνική ΠΠ συντελείται από το 1986, μετά την ένταξη στην ΕΟΚ της Ισπανίας και της Πορτογαλίας και εκφράζεται ουσιαστικά μέσω της υιοθέτησης των ΜΟΠ. Τα ΜΟΠ (αρχικές συζητήσεις 1984) αποφασίσθηκαν μετά από πίεση των μεσογειακών χωρών Γαλλίας, Ιταλίας και Ελλάδας για αντιστάθμιση των κινδύνων που θα αντιμετώπιζαν οι αγροτικές τους περιοχές. Η νέα μορφή ΠΠ που εισήχθη με τα ΜΟΠ είναι η κατάρτιση πολυετών, πολυταμειακών και επιχειρησιακών πλέον προγραμμάτων με συγκεκριμένο ύψος πόρων συνολικά και ανά έτος, στη βάση ιεραρχημένων στόχων ανάλογα με την κατάσταση και τις δυνατότητες κάθε περιφέρειας καθώς και χρηματοδότηση έργων που απαντούν στους στόχους αυτούς. Ετσι, τα ΜΟΠ αποτελούν πρακτικά τον προάγγελο των Α’, Β’, Γ’ ΚΠΣ και ΕΣΠΑ (1989-93, 1994-99,2000-06 και 2007-13 αντίστοιχα) ενώ με την υιοθέτησή τους ξεκινά η πλήρης ενσωμάτωση της ελληνικής ΠΠ στην κοινοτική. Επίσης, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου επιτελούνται στην Ελλάδα διάφορες διοικητικές θεσμικές ρυθμίσεις (συγκρότηση περιφερειών, αποκέντρωση, ενίσχυση της τοπικής αυτοδιοίκησης) που, παράλληλα με την έκδοση νέων αναπτυξιακών νόμων, αποτελούν το πλαίσιο της ελληνικής ΠΠ.

Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας 1980 και με αφορμή το ‘’πείραμα’’ των ΜΟΠ, δρομολογούνται μια σειρά από μεταρρυθμίσεις στην Κοινοτική ΠΠ όπως η προσπάθεια ‘’συνέργειας’’ των χρηματοδοτήσεων των ΕΤΠΑ, ΕΚΤ, και ΕΓΤΠΕ που προοδευτικά πήραν το όνομα ‘’Διαρθρωτικά Ταμεία’’, η δυναμική υιοθέτηση του δείκτη του ΑΕΠ κάθε διοικητικής περιφέρειας στα κράτη –μέλη εν σχέσει με τον Κοινοτικό μέσο όρο ο οποίος και καθόριζε το ποσοστό Κοινοτικής συνδρομής στη χρηματοδότηση των παρεμβάσεων, ο διαχωρισμός των περιφερειών ανά στόχο, κα. 

Η τελευταία προγραμματική περίοδος 2007-13 που διανύουμε τώρα ανοίγει νέες –όχι πάντα ευμενείς- προοπτικές για την ελληνική ΠΠ, δεδομένου ότι μετά την τελευταία διεύρυνση της ΕΕ (27 πλέον χώρες) οι περίφημοι δείκτες για το ΑΕΠ ανά περιφέρεια υπερβαίνουν τον κοινοτικό μέσο όρο με αποτέλεσμα αρκετές ελληνικές περιφέρειες να μην τυχαίνουν της μεγάλης χρηματοδότησης των διαρθρωτικών ταμείων. Επίσης, από το 2000 (έτος που θεσπίσθηκαν και το Ταμείο Συνοχής και το Ταμείο Αλιείας ως επιπλέον ταμεία χρηματοδότησης) υιοθετούνται νέα πολύπλοκα διαχειριστικά σχήματα παρακολούθησης της εφαρμογής των προγραμμάτων τα οποία αποθεώνονται σε όρους γραφειοκρατίας κατά την τρέχουσα προγραμματική περίοδο. Κατά την τελευταία εικοσαετή περίπου περίοδο περιφερειακού αναπτυξιακού προγραμματισμού -και σύμφωνα και με τις οικονομικές τάσεις που ισχύουν διεθνώς -δίδεται κατ’ αρχήν μια έμφαση στη χωρική ισότητα (διάσπαρτες υποδομές σε όλη τη χώρα) παραλείποντας έννοιες όπως η παραγωγικότητα, ποιότητα, αειφορία κά. ενώ παραμελήθηκαν τα μεγάλα έργα που θα δικτύωναν τη χώρα με τον ευρωπαϊκό γενικά χώρο. Στον αντίποδα, η επόμενη προγραμματική περίοδος 1994-99 δίνει έμφαση σε μεγάλης κλίμακας παρεμβάσεις διατηρώντας ωστόσο την έννοια της ισόρροπης ανάπτυξης ενώ κάνει την εμφάνισή της η συνδρομή του ιδιωτικού τομέα στη χρηματοδότηση των έργων (συμβάσεις παραχώρησης), προδρόμου των ΣΔΙΤ και προφανώς επίδραση του αναπτυσσόμενου νέο-φιλελευθερισμού (λιγότερο κράτος).

Εν όψει της ένταξής μας στην ΟΝΕ (2002) βασική συνιστώσα της ΠΠ γίνεται η ‘’ανταγωνιστικότητα’’ της χώρας συνολικά ενώ η ανάπτυξη καθυστερημένων περιοχών μπαίνει σε δεύτερη μοίρα. Ενισχύονται τα αστικά κέντρα και η βελτίωση των περιβαλλοντικών συνθηκών τους και εισάγονται πολιτικές ενίσχυσης της απασχόλησης για αντιμετώπιση ανερχόμενης ανεργίας. Με στόχο την εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας για να βρεί μια θέση στην παγκοσμιοποιημένη πλέον οικονομία, το βάρος δίνεται πλέον στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των τομέων και όχι στην αναπτυξιακή ισορροπία των περιφερειών, με την έννοια της όσο το δυνατόν δικαιότερης χωρικής κατανομής του πλούτου και της μέριμνας της πολιτείας.

Δεν αμφισβητεί κανείς ότι τα τελευταία 25 χρόνια υπήρξε οικονομική και κοινωνική πρόοδος στη χώρα μας, οφειλόμενη σε μεγάλο βαθμό στις χρηματοδοτήσεις της ΕΕ ενταγμένων σε προγράμματα έργων και δραστηριοτήτων στα πλαίσια άσκησης αναπτυξιακής και περιφερειακής πολιτικής. Το μεγάλο ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί φθάσαμε σαν χώρα στη σημερινή κρίση –κατά τη γνώμη της γράφουσας κυρίως συστημική και πολιτισμική και ακολούθως οικονομική. Απαντήσεις και ερμηνείες υπάρχουν πολλές ανάλογα με την οπτική γωνία του καθενός και, τις περισσότερες φορές, ανάγονται βαθειά πίσω στην ιστορία. Οι περισσότερες όμως ερμηνείες ενοχοποιούν την εφαρμογή των αρχών του νεοφιλελευθερισμού και την περίφημη ‘’αυτορύθμιση των αγορών’’ που, στη λογική του υπέρτερου κέρδους και στην πουριτανική λογική του ατομικισμού κατέλυσαν κάθε μορφή συλλογικότητας και ομαδικής προσπάθειας, επιβάλλοντας τον ‘’ανταγωνισμό’’ αντί του συλλογικού ‘’συναγωνισμού’’ ή ‘’άμιλλας’’ και αδιαφορώντας για το σχεδόν νομοτελειακό ρόλο του ανθρώπου ως μέλους μιας κοινωνίας.

Δεν είναι τυχαίο ότι από την αρχή της δεκαετίας του 1990 (βλ και Maastricht 1992) απαλείφονται προοδευτικά από το λεξιλόγιο της ΕΕ και των κρατών –μελών οι όροι ‘’περιφερειακή ανάπτυξη’’, ‘’ανάπτυξη’’,’’ συγκριτικά πλεονεκτήματα’’ για να αντικατασταθούν από όρους όπως ‘’αναδιάρθρωση περιφερειών’’, ‘’διαρθρωτικές αλλαγές’’, ‘’ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα’’, ‘’ανταγωνιστικές περιφέρειες’’ και, βέβαια, όλα αυτά υπό την ταχέως αναπτυσσόμενη παγκοσμιοποίηση της οικονομίας. 

Ιστορικά η αντίληψη του σχεδιασμού της ανάπτυξης και ιδίως της περιφερειακής ανάπτυξης είναι σύμφυτη με την έννοια της κρατικής παρέμβασης στην κοινωνική και χωρική ανάπτυξη. Είναι δηλ. έννοια εκ διαμέτρου αντίθετη με την αντίληψη του νεοφιλελευθερισμού (έναρξη εφαρμογής 1970) που πρωτοεκδηλώθηκε στην Ευρώπη επί Μ. θάτσερ. Μέχρι τα τέλη του 1980 η Ευρώπη γνώρισε μια άνθιση της σοσιαλδημοκρατίας, τάση που εκφράσθηκε στην ΕΕ με σειρά παρεμβάσεων /σχεδιασμού και προγραμματισμού, δημόσιου χαρακτήρα, προς στήριξη των κοινωνικοοικονομικά αδύναμων περιοχών της ΕΕ (ΜΟΠ, ΚΠΣ). Η ‘’κοινωνική’’ αυτή προσέγγιση καταρρέει στις αρχές του 1990 και αντικαθίσταται σχεδόν βίαια από αυτήν της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας -που διατρέχει και τις κοινωνίες αλλά και τους διακριτούς πολιτισμούς- με την έννοια των ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων τομέων, κλάδων αλλά και χωρικών ενοτήτων (είτε πρόκειται για χώρες ολόκληρες είτε για μεμονωμένες γεωγραφικές περιφέρειες). Οι κεντρικές (κρατικές) παρεμβάσεις αποσύρονται από τις πρακτικές δημιουργίας προϋποθέσεων ανάπτυξης των οικονομιών (πχ μεγάλα έργα υποδομής) για να ενισχύσουν απ’ ευθείας δραστηριότητες του ιδιωτικού τομέα οι οποίες φθάνουν να αντικαθιστούν και υπηρεσίες που επί έτη θεωρούνταν αρμοδιότητα του κράτους, πολλές φορές με κόστος πολλαπλάσιο.

Η μεγέθυνση, κεντρικό συστατικό στοιχείο του καπιταλισμού αλλά και της τελευταίας έκφρασής του αυτής του νεοφιλελευθερισμού, εκδηλώθηκε σε όλους τους χώρους και τα επίπεδα : από το μέγεθος και τη γεωγραφική εμβέλεια των επιχειρήσεων μέχρι την δομή των διεθνών οργανισμών : δεν είναι τυχαία η γιγάντωση των υπηρεσιών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που χαρακτηρίζονται από μια κολοσσιαία γραφειοκρατία συχνά ανταγωνιστική στο εσωτερικό της, εύκολα υποχείρια σε lobbies και επομένως όχι σπάνια αντιφατική στις πολιτικές της. Η ΠΠ της ΕΕ, πέραν των νεοφιλελεύθερων επιρροών που υπέστη, επηρεάστηκε σημαντικά από τη διαπάλη για εξουσία των διάφορων γενικών διευθύνσεων που συμμετείχαν στη διατύπωσή της : π.χ. ενώ με τα ΜΟΠ επιχειρήθηκε μια πράγματι ολοκληρωμένη προσέγγιση στην ανάπτυξη των μεσογειακών ευρωπαϊκών περιφερειών συνενώνοντας τις χρηματοδοτήσεις όλων των τότε διαρθρωτικών ταμείων προς κοινούς στόχους, στη συνέχεια η προσπάθεια αυτή προοδευτικά εγκαταλείφθηκε και τα ταμεία ξαναγύρισαν στην αυτοτελή τους λειτουργία προκειμένου να διατηρήσουν τις κεκτημένες εξουσίες τους (βλ τα μονοταμειακά επιχειρησιακά προγράμματα του ΕΣΠΑ 2007-13). 

Ένα άλλο σημείο που πρέπει να αναφερθεί είναι ότι οι πρόσφατες ‘’διαρθρωτικές’’ πολιτικές της ΕΕ (στις οποίες μετεξελίχθηκε η ΠΠ υπό την επήρεια της παγκοσμιοποίησης) είναι πολιτικές που διαμορφώθηκαν και ‘’επιβλήθηκαν’’ από τα οικονομικά ισχυρότερα κράτη- μέλη αγνοώντας τα ιδιαίτερα όχι μόνο οικονομικά αλλά και κοινωνικά χαρακτηριστικά των λιγότερο ανεπτυγμένων περιοχών της ΕΕ, με αποτέλεσμα να εμφανίζουν μικρό βαθμό αποτελεσματικότητας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό των επιλέξιμων δραστηριοτήτων για χρηματοδότηση από το ΕΚΤ που δεν λαμβάνουν καθόλου υπόψη τους τις κοινωνικές δομές του μεσογειακού νότου (θεσμοί οικογένειας, μικρές κλίμακες κοινωνίας και χώρου, το ειδικό βάρος της οικιακής οικονομίας στην εθνική οικονομία ).

Έτσι, οι αναπτυξιακές προτεραιότητες της προγραμματικής περιόδου 2000-2006 που επιγραμματικά είναι : 
  • ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της εξωστρέφειας των περιφερειών, 
  • ανάπτυξη καινοτομίας και Ε.Τ., 
  • μείωση της απομόνωσης και τόνωση των παραγωγικών τομέων των προβληματικών περιοχών, 
  • προστασία και αξιοποίηση των περιβαλλοντικών και πολιτισμικών πλεονεκτημάτων των περιφερειών,
μετεξελίσσονται κατά την τρέχουσα προγραμματική περίοδο 2007-13 σε : 
  • ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας (παραμένει πρωτεύον), 
  • προστασία του περιβάλλοντος, 
  • προώθηση της απασχόλησης, 
  • βελτίωση της διοικητικής ικανότητας της Δημ Διοίκησης, 
  • διακρατική και διαπεριφερειακή συνεργασία,
ενώ οι προοπτικές που διαγράφονται για την επόμενη προγραμματική περίοδο 2014-20, σύμφωνα με την Πολιτική Συνοχής 2014-20 (Οκτώβριος 2011)αφορούν τρείς γενικές προτεραιότητες : 
  • "έξυπνη" ανάπτυξη, βασισμένη στη γνώση και την καινοτομία, 
  • βιώσιμη ανάπτυξη με πιο αποτελεσματική χρήση πόρων, πιο πράσινη και πιο ανταγωνιστική, 
  • ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς με την ενίσχυση της οικονομίας με υψηλό ποσοστό απασχόλησης που θα εξασφαλίζει οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή. 
Είναι εύλογο το ερωτηματικό που μπορεί να προκύψει για τη συμβατότητα ανάμεσα στην δεύτερη και την τρίτη προτεραιότητα, αν αναλογισθεί κανείς τη σημερινή κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα.

Έχουν δημοσιευθεί πολλές μελέτες και εκθέσεις υπηρεσιών, επιτροπών και εξωτερικών συνεργατών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που αφορούν την αποτελεσματικότητα των εφαρμοσμένων περιφερειακών ή διαρθρωτικών πολιτικών ενώ είναι γνωστό ότι εκπονούνται ήδη από το Β’ ΚΠΣ εκθέσεις ενδιάμεσης και τελικής αξιολόγησης τόσο των επιχειρησιακών προγραμμάτων όσο και των ΚΠΣ και ΕΣΠΑ. Οι θεωρητικές βάσεις των μεθοδολογιών αξιολόγησης τέθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και εξελίχθηκαν σε επίσημα κείμενα της ΕΕ ενώ η αξιολόγηση αποτελεί και μέρος των Κανονισμών των διαρθρωτικών ταμείων. Υιοθετούνται δείκτες που μετρούν την πρόοδο, την αποδοτικότητα και την αποτελεσματικότητα των διαρθρωτικών παρεμβάσεων. Οι μελέτες και οι εκθέσεις καθώς και οι προαναφερόμενες αξιολογήσεις, όχι ιδιαίτερα ευανάγνωστες για κάποιον μη ειδικό μέσα στην πληθώρα των στοιχείων που παραθέτουν, δεν φαίνεται να πείθουν ότι οι προσπάθειες που καταβλήθηκαν και τα χρήματα που ξοδεύθηκαν (πάνω από 100 δις ευρώ κοινοτικής συνδρομής στην Ελλάδα από το 1989) κατάφεραν να επιλύσουν τις οικονομικές, κοινωνικές και γεωγραφικές ανισότητες, καταλήγοντας σήμερα σε μια ΕΕ που γεύεται τα επακόλουθα της ‘’ξύλινης’’ δημοσιονομικής πειθαρχίας των 20 τελευταίων ετών. 

Ερχόμαστε έτσι και πάλι στο αρχικό μας ερώτημα τι πράγματι σημαίνει ‘’ΑΝΑΠΤΥΞΗ’’, σε τί αναφέρεται και ποιους εξυπηρετεί. Αξίζει να σημειωθεί ότι στα Ελληνικά χρησιμοποιείται ο ίδιος όρος ‘’ανάπτυξη’’ τόσο ως μετάφραση του όρου ‘economic growth’ (= ποσοτική μεγέθυνση της οικονομίας) όσο και ως μετάφραση του όρου ‘development’ (= ποιοτική βελτίωση των όρων διαβίωσης) 

Κατά μία ‘ανατρεπτική’ άποψη, ανάπτυξη σημαίνει ταυτόχρονα κοινωνική και οικονομική ευημερία μέσα σε πλαίσια που σέβονται το περιβάλλον, τον πολιτισμό κάθε τόπου, το μέλλον των επόμενων γενεών, ευημερία που σέβεται το δικαίωμα του πολίτη στη δημιουργική εργασία ¨(όχι τη ‘’δουλεία’’ –δουλειά) και τον ελεύθερο χρόνο, κοινωνική και συλλογική συνείδηση, ενεργή συμμετοχή στο κοινωνικό και πολιτειακό γίγνεσθαι, δυνατότητα ψυχικής και πνευματικής ανέλιξης. Αν και αυτά μπορεί να φανούν γραφικά ή /και ουτοπικά σε πολλούς, εντούτοις, διαφαίνονται διάσπαρτα στον πλανήτη μας τάσεις και πρακτικές που κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση.


Η νέα αντίληψη της Αποανάπτυξης


Ο όρος αποανάπτυξη αποτελεί μετάφραση του αγγλικού degrowth και του γαλλικού decroissance, που αναφέρονται και οι δύο – και σαφέστερα ο γαλλικός –στην έννοια της οικονομικής απο-μεγέθυνσης, δεν αφορούν ‘’επιβαλλόμενη’’ οικονομική ύφεση ούτε αποτελούν το αντίθετο της ανάπτυξης. Ο όρος είναι προφανές ότι αφορά κυρίως τις ‘’ανεπτυγμένες’’ χώρες του βορείου ημισφαιρίου, όπου υπήρξε οικονομική μεγέθυνση με όλα τα θετικά ή αρνητικά επακόλουθά της.

Υπάρχουν διάφορες απόψεις για τον ορισμό της αποανάπτυξης, ανάλογα με την οπτική από όπου την εξετάζει κανείς : πολιτική, κοινωνικο –οικονομική, οικολογική. Όλες όμως συγκλίνουν σε μία έννοια 
  • κοινωνίας μικρής κλίμακας που ευημερεί και που καταναλώνει σύμφωνα με πραγματικές ανάγκες (και όχι σύμφωνα με τα υπερ-διαφημιζόμενα προϊόντα υπερ –κατανάλωσης) 
  • κοινωνίας σεβόμενης τους πεπερασμένους τοπικούς και παγκόσμιους φυσικούς πόρους
  • κοινωνίας που αναδιανέμει τον όποιον πλούτο δημιουργείται εντός αυτής, 
  • κοινωνίας που εφαρμόζει την άμεση δημοκρατία και, άρα, συγκροτείται από ενεργούς πολίτες, 
Όπως λέει ο Γ. Καλής, καθηγητής του Αυτόνομου Παν/μιου της Βακερλώνης –επικεφαλής της έρευνας για την Αποανάπτυξη , αποανάπτυξη είναι η δυνατότητα ‘’οργάνωσης μιας κοινωνίας στην οποία μπορούμε να ζούμε καλύτερα με λιγότερα υλικά αγαθά. Μια κοινωνία που δεν θα είναι αναγκασμένη να μεγαλώνει διαρκώς μόνο και μόνο για να επιβιώνει. Μια κοινωνία όπου οι αξίες της απλότητας της ισότητας της συντροφικότητας και της επάρκειας θα αντικαταστήσουν τις ακόρεστες αξίες του πλουτισμού και της οικονομικής αποτελε­σματικότητας’’.

Η αποανάπτυξη φαίνεται να έχει ρίζες τόσο θεωρητικές όσο και πρακτικές (με την έννοια των πρακτικών εμπειριών που έχουν καταγραφεί τα τελευταία τριάντα χρόνια διεθνώς). Είναι, κατά κάποιο τρόπο, μία προσέγγιση τόσο εκ των άνω προς τα κάτω (top down) όσο και μία προσέγγιση εκ των κάτω προς τα άνω (bottom up).

Ήδη από τα μέσα του 20ου αιώνα αρκετοί επιστήμονες και διανοούμενοι είχαν αμφισβητήσει τα όρια της συνεχούς (αέναης) οικονομικής ανάπτυξης με γνωστή -την αμφιλεγόμενη εκ των υστέρων για τις πραγματικές προθέσεις της- διακήρυξη της λέσχης της Ρώμης ‘The limits to growth’ (1972). ‘’Πατέρας’’ της ιδέας της αποανάπτυξης θεωρείται ο Nicolas Georgescou Roegen, από τους εκπροσώπους της προοδευτικής οικονομικής σκέψης, που διασυνέδεσε το νόμο της εντροπίας με την παραγωγική διαδικασία, ο οποίος δημοσίευσε σε άρθρο του (1975) το ‘’ελάχιστο βιο-οικονομικό πρόγραμμα’’ των επτά σημείων – κλειδιών. Δεν θα πρέπει να αγνοηθεί η συμβολή στην αναζήτηση εναλλακτικών προσεγγίσεων στο θέμα της υπέρμετρης οικονομικής ανάπτυξης γνωστών διεθνώς σύγχρονων κοινωνιολόγων όπως ο Κ. Καστοριάδης και ο I. Illich που έκαναν βαθειά κριτική στον καπιταλιστικό καταναλωτισμό.

Από τα παραπάνω διαφαίνεται ότι η θεωρία της αποανάπτυξης έχει δύο βασικές όψεις :

α) την αειφορία και τη βιωσιμότητα, αποτελεί δηλαδή μια οικολογική προσέγγιση στο θέμα της ανάπτυξης. Δεν θα πρέπει όμως να συγχέεται η αποανάπτυξη με την ‘’πράσινη’’ ανάπτυξη στο βαθμό που η δεύτερη δεν αμφισβητεί το αέναον της ανάπτυξης : βασικό συστατικό στοιχείο της αποανάπτυξης είναι ένα τελείως διαφορετικό μοντέλο παραγωγής όπου κάθε παραγόμενο προϊόν ικανοποιεί ουσιαστικές ανάγκες και αντέχει στο χρόνο.

β) την οργανωμένη, ενεργή και αυτόνομη (S. Latouche) κοινωνία που θα βασισθεί σε αυτούς τους τρόπους οικονομικής και κοινωνικής συναλλαγής οι οποίοι δεν είναι χρηματικοί και δεν βασίζονται στην οικονομία της αγοράς (Γ. Καλής), μια κοινωνία η οποία αγνοεί το ΑΕΠ ως κυρίαρχο δείκτη ευημερίας και προσανατολίζεται σε άλλους δείκτες που σχετίζονται και εκφράζουν νέα συστήματα αξιών και ουσιαστικής ποιότητας ζωής.

Πρακτικές εμπειρίες αποανάπτυξης υπάρχουν σήμερα αρκετές ανά τον κόσμο και κατά κανόνα είναι το αποτέλεσμα της προσπάθειας αντιμετώπισης οικονομικών κρίσεων και του αδιεξόδου όπου οδηγήθηκαν κοινωνίες /ομάδες ανθρώπων από την οικονομία των αγορών. Τέτοια παραδείγματα έχουμε στην Ισλανδία, στην Αργεντινή, στην Καταλονία, στη Μ. Βρετανία (πρωτοβουλία ‘μεταβατικές πόλεις’ όπου μετέχουν 130 δήμοι που επιχειρούν την ενεργειακή αποανάπτυξη και τον περιορισμό της παραγωγής προϊόντων στον τόπο κατανάλωσής τους) αλλά και, πρόσφατα, στην Ελλάδα (ΤΕΜ Βόλου, τοπικό νόμισμα στα Χανιά κά). Στις περισσότερες περιπτώσεις, κάτω από την πίεση των συνεπειών μιας οικονομικής κρίσης, οργανώθηκαν τοπικά υπηρεσίες παραγωγής και κατανάλωσης τροφίμων, υπηρεσίες κοινωνικές όπως ιατρικές, εκπαιδευτικές, διασκέδασης και τέχνης, έγινε χρήση άλλων μονάδων συναλλαγής όπως ανταλλαγές υπηρεσιών και προϊόντων, δημιουργήθηκαν ‘τράπεζες χρόνου’, συνεταιριστικές ομάδες παραγωγής και διάθεσης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο δομείται προοδευτικά ένας τρόπος ζωής εντελώς διαφορετικός από αυτόν την καταναλωτικής κοινωνίας.

Μια αποανάπτυξη που δεν επιβάλλεται εκ των άνω υπό τη μορφή οικονομικής ύφεσης και έχοντας δύο όψεις, οικολογική και κοινωνική, πρέπει να είναι κοινωνικά αποδεκτή και να στοχεύει σε σημαντική μείωση της χρήσης μη απαραίτητων (υπερκαταναλωτικών) προϊόντων καθώς και σε μείωση της αναλωνόμενης ενέργειας. Αυτό σημαίνει ότι θα επιβραδύνει –εκ των πραγμάτων- την οικονομική ανάπτυξη όπως την έχουμε βιώσει έως τώρα ενώ συγχρόνως θα βελτιώνει το βιοτικό επίπεδο. Αναπόφευκτα, μία από τις κυριότερες προϋποθέσεις αποανάπτυξης είναι η αποδέσμευσή της οικονομικής ανάπτυξης από την ποιότητα ζωής. Σε αυτή τη λογική ο περίφημος δείκτης-πανάκεια ‘’ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ’’ λειτουργεί αποπροσανατολιστικά γιατί, όπως έχει αποδειχθεί από χώρες που αντιμετώπισαν βαθειά ύφεση και ‘’ανέκαμψαν’’ (πχ χώρες Λατινικής Αμερικής) το ΑΕΠ δεν αυξάνει ανάλογα (το αντίθετο μάλιστα) με το βιοτικό επίπεδο του κοινωνικού συνόλου. Από προβληματιζόμενες επιστημονικές κοινότητες έχουν αρχίσει σιγά- σιγά να χρησιμοποιούνται ‘’δείκτες ποιότητας’’ όπως αυτές του ελεύθερου χρόνου και της κοινωνικότητας. 

Από όλα αυτά προκύπτει ότι η αποανάπτυξη δεν μπορεί να συνυπάρξει με το σύγχρονο μετακαπιταλισμό, προσκείμενη περισσότερο στο σοσιαλισμό αλλά σε πολύ μικρότερες κλίμακες οικονομίας και όχι όπως αυτός ιστορικά λειτούργησε (πρώην ΕΣΔΔ, Κίνα οι οποίες βασίσθηκαν και αυτές σε οικονομική μεγέθυνση- ανάπτυξη) και που δεν αμφισβητείται σήμερα και από τα κόμματα της αριστερά διεθνώς.

Η αποανάπτυξη απαιτεί σε μεγάλο βαθμό αλλαγή κουλτούρας η οποία μπορεί να επέλθει προοδευτικά και από τρεις κυρίως παραμέτρους : ανάγκη (= συνέπειες απότομης οικονομικής ύφεσης), παιδεία, θεσμικές ρυθμίσεις. Οι τελευταίες μπορεί να έχουν τη μορφή μέτρων όπως μείωση του ωραρίου εργασίας, αναδιανομή εισοδήματος και καθορισμένο εύρος κατώτατου –ανώτατου και εισοδήματος, ουσιαστική αποκέντρωση (και όχι από-συγκέντρωση), κοινωνική πρόνοια, περιορισμό και έλεγχος της διαφήμισης, κ.ά. Παράλληλα απαιτούνται δράσεις στήριξης της τοπικής οικονομίας και υποστήριξης της αυτοοργάνωσης, ενίσχυση του ρόλου του ατόμου ως δυναμικό και ενεργό μέλος μιας κοινωνίας όπου ως βασική αρχή λειτουργεί η αλληλεγγύη.

Είναι προφανές ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο έως αδύνατο και, ενδεχομένως, και αυτοκτονικό για μια μεμονωμένη χώρα να εφαρμόσει αρχές αποανάπτυξης, διακρατικές δε συμφωνίες επ’ αυτού φαίνονται για την ώρα ουτοπικές. Το γεγονός, όμως, ότι καταγράφονται διεθνώς τέτοια εγχειρήματα σε μικρές κλίμακες και, μάλιστα, με αυξητικούς ρυθμούς δείχνει ότι μπορεί να μην είναι ανέφικτο.

Σήμερα, τα αποτελέσματα των ερευνητικών ινστιτούτων και της προσπάθειας ακτιβιστικών ομάδων της Δυτικής κυρίως Ευρώπης για την αναζήτηση εναλλακτικών τρόπων διαβίωσης σαν απάντηση στις οικονομικές –συστημικές κρίσεις και στα αδιέξοδα της παγκοσμιοποίησης, εκφράζονται με ολοένα και καλύτερο τρόπο μέσα από την αντίληψη της αποανάπτυξης. Δημιουργείται έτσι ένα κίνημα συγχρόνως θεωρητικό και εμπειρικό με κύριο χαρακτηριστικό του τη διασπορά του στο χώρο : πολλές μικρές εστίες θεωρίας –εμπειρίας που αλληλοτροφοδοτούνται υποβοηθούμενες από τις σύγχρονες τεχνολογικές εφαρμογές. Η χωρική έκφραση αυτού του κινήματος είναι φανερά συμβατή με αυτή ενός ‘’δικτύου’’ με πολλές μικρές ανεξάρτητες και σημαντικά αυτόνομες εστίες, γεγονός που απομακρύνει τον κίνδυνο ‘’κεντρικού ελέγχου’’ και, επομένως, χειραγώγησης εκ μέρους μιας προνομιούχας οικονομικής ελίτ. Αυτό μας κάνει να αναρωτηθούμε αν τελικά οδηγούμεθα έτσι προς μια νέα μορφή οικονομικών και κοινωνικών δομών, αντίποδα -όσον αφορά τα αίτια που την προκάλεσαν- αυτού που λίγα χρόνια πριν ονομάζαμε ‘’περιφερειακή ανάπτυξη’’.

Το πιο πιθανόν είναι η σκέψη αυτή να χαράξει, στην καλύτερη περίπτωση, ένα συμβατικό χαμόγελο στα χείλη πολλών και να φέρει στο νου τη λέξη ‘’ουτοπία’’. Μήπως, όμως, μέσα από την ουτοπία δεν ανελίχθηκε βιολογικά και πνευματικά το ανθρώπινο γένος; 

[1] Το κείμενο που αφορά την Ελληνική Περιφερειακή Πολιτική στηρίχθηκε σε προσωπικές εμπειρίες της γράφουσας αλλά και δημοσιεύσεων του Ινστιτούτου Περιφερειακής Ανάπτυξης (Α. Δασκαλόπουλος, Ν. Κόνσολας κά).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Προσθέστε τα σχόλια σας:

Ευρετήριο: Όλες οι αναρτήσεις του blog με προεπισκόπηση στο άγγιγμα της εικόνας