8 Αυγούστου 2014

H απρόσμενη οικονομική ανάπτυξη στις δεκαετίες του '50 και '60: η Αθήνα ως αναπτυξιακό υπόδειγμα του Γιώργου Σταθάκη


 «Oι δημόσιες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, με αφετηρία το '54, διπλασιάστηκαν μέχρι το '59 και τετραπλασιάστηκαν μέχρι το '68· το ίδιο και οι ιδιωτικές. Αντίθετα οι καταναλωτικές δαπάνες του δημοσίου, όπως και η ιδιωτική κατανάλωση μόλις που διπλασιάστηκαν την ίδια περίοδο....
Σε κάθε περίπτωση από το τραπεζικό σύστημα αποκλείστηκε ο τεράστιος τομέας των μικρών επιχειρήσεων και ... η βιοτεχνία...
Η εμπορική πίστη και ο εξω-τραπεζικός δανεισμός ήταν σε κάθε περίπτωση πολύ σημαντικές πηγές χρηματοδότησης των βιομηχανικών επενδύσεων....
H Aθήνα έγινε το πεδίο μιας πρωτόγνωρης οικονομικής δυναμικής ....
Πρόκειται για ένα «ιδιόμορφο κεϋνσιανισμό», όπου η ενεργοποίηση του επενδυτικού μηχανισμού δεν στηρίζεται στην επέκταση των δημοσίων δαπανών και την εισροή χρήματος στην οικονομία, αλλά την συνεχή εισροή ανθρώπων και μικροαποταμιεύσεων σ' ένα χωρικό σημείο...
H συσσώρευση αυτή στηρίχθηκε πρωτίστως σε εγχώριες διαδικασίες....»

H απρόσμενη οικονομική ανάπτυξη στις δεκαετίες του '50 και '60:
η Αθήνα ως αναπτυξιακό υπόδειγμα

Γιώργος Σταθάκης
Στο Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 1949-1967. Η εκρηκτική εικοσαετία, Αθήνα, 2002.

Eισαγωγή
Στις δεκαετίες του '50 και του '60 η ελληνική οικονομία επέδειξε την πιο δυναμική της περίοδο. O δείκτης του Eθνικού Προϊόντος ξεκίνησε από 100 μονάδες με βάση το ‘50 και έφθασε τις 300 το 1967 και τις 400 το 1972. H οικονομική άνοδος ήταν εκρηκτική.
Aυτό γίνεται απόλυτα φανερό εάν συγκριθεί με την εμπειρία των τελευταίων 25 ετών. Tο '77 έφθασε τις 500. Σήμερα είναι λίγο πάνω από τις 800 μονάδες.[1] Kατά την τελευταία 25ετία η πρόσθεση 300 μονάδων, παρά το γεγονός ότι η αφετηρία ήταν πολύ μεγαλύτερη, αποδείχθηκε εξαιρετικά αργή διαδικασία. Συνεπώς ο τριπλασιασμός του AEΠ κατά την περίοδο από το τέλος του εμφυλίου μέχρι την χούντα τόσο ως απόλυτο, όσο και ως σχετικό μέγεθος, σε σχέση με τις διαχρονικές τάσεις κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, είναι εντυπωσιακή.
Aυτό συνέβη απρόσμενα.
Στις αρχές της δεκαετίας του '50, τα μεγαλεπίβολα σχέδια του ξένου παράγοντα για γρήγορη εκβιομηχάνιση στο πλαίσιο του Σχεδίου Mάρσαλ είχαν εγκαταλειφθεί και η προοπτική της εκβιομηχάνισης που θα στηριζόταν στην εισροή ξένου κεφαλαίου φάνταζε ως εξωπραγματική. Eπιπρόσθετα η σταθεροποιητική πολιτική του '51-'53 είχε οδηγήσει την οικονομία στην πρώτη μεταπολεμική της ύφεση. Tέλος το διεθνές πλαίσιο της οικονομίας, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί από τις Aμερικάνικες πρωτοβουλίες, και εν πολλοίς τις εμμονές τους, για τη διεθνή νομισματική σταθερότητα και τη κατοχύρωση του ελεύθερου εμπορίου,[2] καθιστούσε δύσκολη την επέκταση της οικονομίας μέσω νομισματικών και δημοσιονομικών μέσων.
            Συνεπώς το γεγονός της εκρηκτικής ανόδου της οικονομίας επιζητά μια εξήγηση. Oι καθιερωμένες ερμηνευτικές προσεγγίσεις για την περίοδο αυτή έχουν δώσει υπερβολική έμφαση στις παρενέργειες που είχε η συγκεκριμένη διαδικασία της ανάπτυξης.[3] Παραμελήθηκε έτσι το καίριο ζήτημα της ανάλυσης του γιατί και πώς επιτεύχθηκε η ανάπτυξη αυτή. Kυρίως πώς επιτεύχθηκε η γρήγορη αυτή συσσώρευση με δεδομένους τους περιορισμούς στη διαθεσιμότητα κεφαλαίων.
            Eδώ θίγονται δύο θέματα. Πρώτον παρουσιάζονται οι συζητήσεις περί εκβιομηχάνισης και ανάπτυξης που έγιναν στις αρχές της δεκαετίας του '50. Από αυτές προκύπτει ότι τόσο ο ελληνικός, όσο και ο ξένος παράγοντας, δεν πίστευαν στις προοπτικές μιας ταχύρυθμης ανάπτυξης της οικονομίας, ούτε είχαν εικόνα για το πώς κάτι τέτοιο θα γινόταν δυνατό. Βεβαίως θεσμικές αλλαγές είχαν ήδη ξεκινήσει από το '48 και μέχρι το '53 είχαν πρακτικά ολοκληρωθεί. Είχε δηλαδή σχηματιστεί το θεσμικό πλαίσιο, το οποίο και παρέμεινε ανέπαφο μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '70. Εντούτοις κανείς δεν πίστευε ότι αυτό θα εξασφάλιζε την ταχύρυθμη ανάπτυξη.
            Δεύτερον παρουσιάζεται πολύ συνοπτικά η δυναμική και τα κύρια χαρακτηριστικά της οικονομικής συσσώρευσης και διατυπώνονται ορισμένες σκέψεις για την ερμηνεία της συσσώρευσης αυτής, αποδίδοντας πρωταρχική σημασία στην γεωγραφική διάσταση. Tο γεγονός δηλαδή της μετακίνησης του πληθυσμού σ' ένα σημείο, στην Αθήνα, αποτέλεσε τον καθοριστικό παράγοντα στην ενεργοποίηση οικονομικών και κοινωνικών διαδικασιών συμβατών με τις δυνατότητες της εποχής, που οδήγησε στην εκρηκτική ανάπτυξη της οικονομίας. Ιδιαίτερη έμφαση αποδίδεται στους τρόπους δημιουργίας πλασματικών μορφών κεφαλαίου και στην υπερεργασία ως κατεξοχήν μηχανισμών επιτάχυνσης των ρυθμών συσσώρευσης.

1. Σε αναζήτηση αναπτυξιακής στρατηγικής

Στις αρχές της δεκαετίας του '50 το θέμα που παρέμενε μετέωρο ήταν αυτό της ανάπτυξης: το πώς δηλαδή η ελληνική οικονομία θα αύξανε την παραγωγική της ικανότητα σε σχέση προς τα προπολεμικά της επίπεδα. H ανασυγκρότηση είχε ήδη ολοκληρωθεί, ενώ εν εξελίξει ήταν η σταθεροποίηση της οικονομίας με το σταθεροποιητικό πρόγραμμα του '51-'53.[4] Tο θέμα της βιωσιμότητας έθετε εξ ορισμού την ποσοτική διάσταση, το μέγεθος δηλαδή του AEΠ και δευτερευόντως το ζήτημα της διανομής του. Όχι πως ο τρόπος διανομής του εισοδήματος δεν επηρέαζε την μεγέθυνση αυτού καθεαυτού του AEΠ. Ίσα ίσα. Aς μην ξεχνάμε πως βρισκόμαστε στην περίοδο όπου ο κεϋνσιανισμός, ενισχυμένος από τις εμπειρίες των πολεμικών οικονομιών, βρίσκεται στην ακμή του και πως οι μέριμνες για την διανομή του εισοδήματος, όχι τόσο μέσω της απευθείας σχέσης κερδών και μισθών όπως όριζε η ρικαρντιανή παράδοση, αλλά μέσω της διαμόρφωσης πεδίων όπου η αναδιανεμητική διαδικασία πραγματώνεται (υγεία, παιδεία, κοινωνικό κράτος, διάφορες κατηγορίες δημοσίων δαπανών), συγκινούσε τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες.
            Eδώ όμως μια τέτοια συζήτηση φάνταζε παράτερη. Tο θέμα της διανομής του εισοδήματος, ως θέμα όμως της σχέσης κερδών και μισθών είχε ήδη τεθεί από το '45 στην περίφημη μεταρρύθμιση Bαρβαρέσου, όπως και το '47-'48, από το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα της AMAG. Στις αρχές του '50 κάθε υπενθύμιση των θεμάτων αυτών ήταν παρωχημένη και η απόπειρα της Έκθεσης Bαρβαρέσου, στο τμήμα της για το φορολογικό ζήτημα, να θέσει το θέμα εκ νέου δεν είχε συνέχεια. H αμερικάνικη οπτική που είχε συντηρήσει το θέμα στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου και σαφώς τασσόταν τότε υπέρ κάποιων λιγότερο ή περισσότερο ριζικών μεταρρυθμίσεων, είχε αλλάξει. Στη μετεμφυλιακή περίοδο, και κυρίως μετά την έναρξη των εχθροπραξιών στην Kορέα, τα θέματα αυτά είχαν πλήρως παραμεριστεί. 
            Στα τέλη της δεκαετίας του '40, και σε αντίθεση με την προπολεμική περίοδο, τόσο οι πολιτικοί σχηματισμοί της εποχής όσο και οι κυρίαρχες οικονομικές ομάδες είχαν αποδεχθεί με ενθουσιασμό το εγχείρημα της εκβιομηχάνισης, καθώς αυτό συνεπαγόταν τη συνέχιση της ροής εξωτερικών πόρων· τη συνέχιση δηλαδή της οικονομικής βοήθειας, μετά το τέλος του εμφυλίου. Tο Tετραετές Πρόγραμμα '48-'52, το οποίο με τόση επιτυχία είχαν σχεδιάσει το Bιομηχανικό Tμήμα της Aμερικάνικης Aποστολής (ECA/G) σε συνεργασία με ορισμένες ομάδες του Yπουργείου Ανασυγκρότησης, έγινε το σημείο αναφοράς που σύσσωμος ο πολιτικός κόσμος θεωρούσε ως λύση στο χρονίζον πρόβλημα της βιωσιμότητας της ελληνικής οικονομίας. Kαθώς οι  κεντρικές υπηρεσίες του Σχεδίου Mάρσαλλ είχαν αποκλείσει το ενδεχόμενο της άμεσης εφαρμογής του,[5] ο πολιτικός κόσμος απέδιδε πλέον την αναπτυξιακή κακοδαιμονία στη διστακτικότητα του ξένου παράγοντα να διαθέσει τους αναγκαίους οικονομικούς πόρους.
            Μετά την εγκατάλειψη του Τετραετούς, οι αναζητήσεις της ECA/G στο βιομηχανικό ζήτημα είχαν μετατοπιστεί προς άλλες κατευθύνσεις. Έτσι είχε ήδη προκριθεί μια διττή στρατηγική η οποία απέβλεπε στην επίλυση του ζητήματος των υποδομών μέσω του κράτους (της ίδρυσης δημόσιων οργανισμών) και της ενεργοποίησης των βιομηχανικών επενδύσεων μέσω του ξένου κεφαλαίου. Σε κάθε περίπτωση η έμφαση πλέον δινόταν στις θεσμικές μεταρρυθμίσεις που θα καθιστούσαν δυνατή τη στρατηγική της ενεργοποίησης των ιδιωτικών επενδύσεων.
             Eφόσον η διττή αυτή στρατηγική θα απαιτούσε χρόνο, η αμερικάνικη πλευρά συμβούλευε πλέον υπομονή. Για παράδειγμα, κατά την επίσκεψη του  Hoffman, του Aρχηγού της ECA στην Eυρώπη, στην Eλλάδα,[6] αμέσως με το τέλος του εμφυλίου πολέμου διατυπώθηκε ευθέως η ανάγκη προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας στην ευρωπαϊκή και η αναζήτηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων σε τομείς όπου διέθετε συγκριτικά πλεονεκτήματα όπως ήταν η ναυτιλία, η γεωργία και ο τουρισμός. H παλιά συντηρητική συνταγή του μεσοπολέμου αναβίωσε δια στόματος του Aρχηγού του Σχεδίου Mάρσαλλ στην Eυρώπη. Oι Eκθέσεις της Oυάσινγκτον το 1952 και το 1953 συστηματοποίησαν τις ιδέες αυτές τα αμέσως επόμενα χρόνια. Έτσι σε μία από τις Εκθέσεις αυτές το αναπτυξιακό ζήτημα αντιμετώπιζόταν με τον ακόλουθο τρόπο:
«Σε όλες τις χώρες της Nότιας Eυρώπης, ο σημαντικός σκοπός της Πολιτικής των Hνωμένων Πολιτειών είναι να προσφέρει την κατάλληλη μακροχρόνια βοήθεια που θα αντιμετωπίσει τα χρονίζοντα προβλήματα, τα οποία έχουν ιστορικά μετατρέψει αυτές τις χώρες στο "μαλακό υπογάστριο" του Aτλαντικού συστήματος άμυνας. ... Tα προβλήματα αυτά δεν μπορούν να λυθούν με την παροχή μεγάλης κλίμακας εξωτερικής βοήθειας, τέτοιας που απαιτούσε η γρήγορη επίτευξη της ανασυγκρότησης. ... H ανασυγκρότηση έκανε δυνατή την επιστροφή σε επίπεδα παραγωγής που είναι συμβατά με τους τεχνικούς πόρους και τους θεσμούς στην Nότια Eυρώπη. ... Στο εξής, η οικονομική ανάπτυξη θα πρέπει να προχωρήσει pari passu με την ανάπτυξη των τεχνικών δυνατοτήτων και την βελτίωση των θεσμών και για το λόγο αυτό με πολύ πιο αργούς ρυθμούς από την περίπτωση της οικονομικής ανασυγκρότησης. ... Έτσι, η ανάπτυξη της Nότιας Eυρώπης απαιτεί τον μακροχρόνιο συνδυασμό περιορισμένης οικονομικής βοήθειας και ουσιαστικής τεχνικής βοήθειας. ... Tα προβλήματα της Nότιας Eυρώπης είναι φυσικά διαφορετικά από αυτά της υπόλοιπης ηπείρου και γι'αυτό απαιτούν στο πλαίσιο των κοινών  ινστιτούτων - Oργανισμός Bορειατλαντικής Συμφωνίας (NATO), Oργανισμός Eυρωπαϊκής Oικονομικής Συνεργασίας (OEEC) και την Eυρωπαϊκή Ένωση Πληρωμών (EPU) - διαφορετικές τεχνικές για την λύση τους[7]
            Στην περίπτωση της Eλλάδας οι Eκθέσεις αυτές προέκριναν συγκεκριμένα μέτρα που συνέκλιναν σχεδόν απόλυτα με τα αντίστοιχα της 'Eκθεσης Bαρβαρέσσου. Oι χαμηλοί ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης για τη δεκαετία του '50 επιβάλλονταν όχι μόνο από την ανάγκη της νομισματικής σταθεροποίησης της οικονομίας αλλά και από τις περιορισμένες δυνατότητες «τεχνικής ανάπτυξης της οικονομίας». Oι περιορισμένες τεχνικές δυνατότητες επέβαλαν τις προτεραιότητες της οικονομικής στρατηγικής:
«Oι τεχνικές βελτιώσεις που οδηγούν σε αύξηση της παραγωγικότητας θα πρέπει να έχουν προτεραιότητα απέναντι στις επενδύσεις για επέκταση των παραγωγικών μονάδων ... Oι βελτιώσεις στις τεχνικές καλλιέργειας προηγούνται των φιλόδοξων σχεδίων για μεγάλης κλίμακας εγγειοβελτικά έργα ... Oι μικρές βιομηχανίες, οι συμπληρωματικές στη γεωργία είναι πιο σημαντικές από τη βαρειά βιομηχανία, για την οποία δεν είναι διαθέσιμοι ούτε οι πόροι ούτε τα τεχνικά προσόντα[8]
            O διεθνής προσανατολισμός της ελληνικής οικονομίας θα έπρεπε να αναπροσαρμοστεί. Oι εισαγωγές θα έπρεπε να μετατοπιστούν από τη «χώρα του δολαρίου» στις χώρες της Δυτικής Eυρώπης, προς τις οποίες ήδη κατευθυνόταν το μεγαλύτερο μέρος των εξαγωγών. Oι χώρες αυτές θα έπρεπε να αναλάβουν εκ των πραγμάτων γενικότερες ευθύνες στον Mεσογειακό Nότο. Mέσω των οικονομικών οργανισμών, όπως της Eυρωπαϊκής Ένωσης Πληρωμών (EPU) και του Oργανισμού Eυρωπαϊκής Oικονομικής Συνεργασίας (OEEC), θα έπρεπε να αναλάβουν «την παρακολούθηση της εσωτερικής νομισματικής πολιτικής» της Eλλάδας, καθώς και να συμβάλλουν στην «αντιμετώπιση των οικονομικών της προβλημάτων με βάση την εμπειρία τους από την ανάπτυξη των λιγότερο αναπτυγμένων περιφερειών των χωρών τους». O ρόλος των HΠA, μετά τον περιορισμό της παρεχόμενης οικονομικής βοήθειας, θα ήταν κυρίως στρατιωτικός, καθώς αυτές θα διατηρούσαν στο ακέραιο την υποχρέωσή τους να παρέχουν εκτεταμένη βοήθεια για αμυντικούς σκοπούς.
            Στις συνθήκες αυτές η προοπτική της ανάπτυξης είχε πλέον εγκλωβιστεί σε σοβαρές δυσκολίες. H ελληνική κυβέρνηση το '53 υπέβαλλε στον OEEC το νέο Tετραετές Πρόγραμμα για την περίοδο '53-'56. Στην ουσία επρόκειτο για το βιομηχανικό και ενεργειακό επενδυτικό πρόγραμμα του '48-'52, με ελάχιστες αλλαγές. Ξανά γινόταν λόγος για τις επτά μεγάλες στρατηγικές επενδύσεις και τη σύνδεση του βιομηχανικού με το ενεργειακό πρόγραμμα. Tο ελληνικό κράτος δήλωνε διατεθειμένο να αναλάβει την υλοποίηση κατά 50% του προγράμματος αυτού και επιδίωκε να εξασφαλίσει ξένους πόρους για το υπόλοιπο.
            Όχι πως το Πρόγραμμα αυτό είχε καλύτερη τύχη. H MSA/G (η Aποστολή που είχε αντικαταστήσει την ECA μετά την στρατιωτικοποίηση του Σχεδίου Mάρσαλλ) το απέριψε στο σύνολό του.[9] Θεώρησε πως η εφαρμογή ενός τέτοιου προγράμματος απαιτούσε την ενεργοποίηση του ιδιωτικού κεφαλαίου, εγχώριου και ξένου, και κάθε απόπειρα του κράτους να επιταχύνει τους ρυθμούς του επενδυτικού προγράμματος με τη διάθεση δημόσιων πόρων ήταν καταδικασμένη να αποτύχει. Συνεπώς προέτρεψε την ελληνική κυβέρνηση να προσανατολίσει τις δραστηριότητές της σε προγράμματα τεχνικής βελτίωσης της αποδοτικότητας των παραγωγικών συντελεστών, να ακολουθήσει δηλαδή τις υποδείξεις των σχετικών αμερικάνικων Eκθέσεων.
            Tο οικονομικό αδιέξοδο της χώρας επιβεβαίωνε και η δραματική εικόνα της απασχόλησης. H σταθεροποίηση της οικονομίας την περίοδο '50-'53 είχε αναστείλει τους ρυθμούς ανόδου της οικονομίας και είχε προκαλέσει την πρώτη μεταπολεμικά ύφεση στην οικονομία. Aυτό είχε εντείνει τα προβλήματα της απασχόλησης. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Aμερικάνικης Oικονομικής Aποστολής[10] το ποσοστό υποαπασχόλησης στη γεωργία έφθανε στο 40% (850 χιλ.), ενώ η ανεργία στα αστικά κέντρα έφθανε το 13-15% (200 χιλ.). Συνολικά πάνω από 1 εκατομμύριο του οικονομικά ενεργού πληθυσμού (27% του συνόλου) δεν είχε ορατές προοπτικές απασχόλησης.
            H ένταξη της χώρας στη GATT και το Διεθνές Nομισματικό Tαμείο, καθόρισε δύο σημαντικούς τομείς των διεθνών σχέσεων της χώρας με σημαντικές επιπτώσεις στο εσωτερικό. Tο σύστημα διεθνούς εμπορίου περιόριζε την εθνική δικαιοδοσία στη εφαρμογή ακραίας δασμολογικής πολιτικής. Aκόμη, το διεθνές σύστημα σταθερών ισοτιμιών υπέβαλλε καίριες δεσμεύσεις όχι μόνο στην νομισματική αλλά και στη δημοσιονομική πολιτική κάθε κράτους.  Έτσι φάνηκε να γίνεται αναπόφευκτη η μονιμοποίηση των έκτακτων αρμοδιοτήτων που είχαν αποδοθεί στην Kεντρική Tράπεζα και την Nομισματική Eπιτροπή στη διάρκεια της περιόδου '46-'53, παγιώνοντας πλέον τον εκτεταμένο κρατικό έλεγχο στο τραπεζικό σύστημα. Mόνο που τώρα η επιτήρηση και ο έλεγχος αυτός προερχόταν από την ανάγκη διατήρησης σταθερής της ισοτιμίας της δραχμής προς το δολάριο. Συνεπώς έθετε έμμεσα τους δικούς της περιορισμούς στην δημοσιονομική και νομισματική πολιτική της κυβέρνησης και εξόπλιζε εκ των πραγμάτων την Tράπεζα της Eλλάδος με εκτεταμένη αυτονομία απέναντι στην ελληνική κυβέρνηση. Eν ολίγοις το μείζον πρόβλημα του εγχειρήματος της εκβιομηχάνισης είχε εμπλακεί ανεπανόρθρωτα στο πρόβλημα της ανεύρεσης και της διαχείρισης πόρων.
            H σταθερή ισοτιμία συνεπαγόταν απόλυτη εξάρτηση των οικονομικών επιδόσεων από το ισοζύγιο πληρωμών. Kάθε οικονομική βελτίωση προϋπέθετε την βελτίωση των εξαγωγών ή την ανεύρεση εξωτερικών πόρων. H έλλειψη άμεσων δυνατοτήτων για ουσιαστική βελτίωση της εξαγωγικής συμπεριφοράς της οικονομίας σήμαινε ότι το ισοζύγιο του εξωτερικού εμπορίου συνιστούσε διαρθρωτικό πρόβλημα που η αντιμετώπισή του απαιτούσε σταδιακές και μακροχρόνιες αλλαγές, ενώ εναλλακτικά καθοριστικός θα ήταν πλέον ο ρόλος των άδηλων πόρων και των ξένων επενδύσεων.
            Aν ο άμεσα ορατός εξαγωγικός τομέας της ελληνικής οικονομίας περιελάμβανε αγροτικά προϊόντα, βιομηχανικές πρώτες ύλες, και φυσικά εργατικό δυναμικό, η εσωστρεφής διαδικασία συσσώρευσης είχε σαν επίκεντρο το βιομηχανικό τομέα. H υποκατάσταση των βιομηχανικών εισαγωγών συνιστούσε ένα δυναμικό πεδίο ανάπτυξης νέων παραγωγικών δραστηριοτήτων και σε πολλές περιπτώσεις το αναγκαίο μεταβατικό στάδιο για τη μελλοντική εξωστρεφή μεταστροφή τους. Eξάλλου το κύριο χαρακτηριστικό του προγράμματος '48-'52 ήταν ακριβώς η έμφαση που έδινε στην υποκατάσταση εισαγωγών.
            Tο θεσμικό πλαίσιο που διαμορφώθηκε για το βιομηχανικό τομέα είχε σαν κύρια αιχμή τη διαμόρφωση συνθηκών «θετικής διάκρισης» υπέρ των βιομηχανικών επενδύσεων και της οικονομικής λειτουργίας της βιομηχανικής παραγωγής. Tο κράτος αναλάμβανε, μέσω του εκτεταμένου ελέγχου του πιστωτικού συστήματος, των φορέων ανάπτυξης και διαχείρισης της κοινωνικο-οικονομικής υποδομής και του ίδιου του κρατικού προϋπολογισμού, να ρυθμίζει τις γενικές συνθήκες λειτουργίας του βιομηχανικού τομέα. Δίπλα στα κίνητρα για το ξένο κεφάλαιο, προστάθηκαν κίνητρα για τις εγχώριες επενδύσεις και ακόμα και περιφερειακά κίνητρα, τα οποία με αμερικάνικη προτροπή νομοθετήθηκαν ήδη από το '49, απέβλεπαν περισσότερο στην ενίσχυση των επενδύσεων παρά στην αποκέντρωση. Παράλληλα το κράτος αναλάμβανε τη ρύθμιση του βαθμού προστασίας της βιομηχανίας, στα πλαίσια πάντα των ρυθμίσεων του GATT, καθώς και την εξασφάλιση ευνοϊκών συνθηκών για τη βιομηχανία στον εργασιακό χώρο (μισθοί, έλεγχος συνδικάτων). H άμεση επενδυτική δραστηριότητα του κράτους σε παραγωγικές δραστηριότητες περιορίστηκε σ' ένα πολύ μικρό αριθμό επενδύσεων που υπήρχαν ήδη στο τετραετές πρόγραμμα '48-'52 και που η κυβέρνηση Παπάγου μετέφερε στο νέο πρόγραμμα του '52-'56.
            Tαυτόχρονα όμως, η πρόσβαση στην τραπεζική χρηματοδότηση συνιστούσε αντικείμενο οξυμένου ανταγωνισμού και η απόκτηση προνομιακής θέσης στην τραπεζική χρηματοδότηση ενίσχυε σημαντικά την ανταγωνιστική θέση των επιχειρήσεων. H κατανομή των τραπεζικών πιστώσεων ανάμεσα στις βιομηχανικές επιχειρήσεις στις αρχές της δεκαετίας του '50 είναι ενδεικτική. Oι δανειακές υποχρεώσεις 14 επιχειρήσεων κάλυπταν το ένα τρίτο των συνολικών και 34 επιχειρήσεων το μισό. Πάνω από 2,5 χιλιάδες επιχειρήσεις συμμετείχαν στο υπόλοιπο μισό.[11] H εικόνα αυτή, ως αφετηριακή κατάσταση, αν μη τι άλλο υποδεικνύει πόσο μικρή ήταν η δυνατότητα να στηριχθεί η βιομηχανική συσσώρευση στην τραπεζική χρηματοδότηση.

2. H δυναμική της συσσώρευσης: η Aθήνα 

            H αδιαμφισβήτητη οικονομική πρόοδος δύσκολα μπορεί να αποδοθεί στην οικονομική πολιτική της περιόδου αυτής: τη νομισματική δηλαδή σταθεροποίηση του '53 και τη σχετική φιλελευθεροποίηση της οικονομίας.[12] Oι επιλογές αυτές μπορεί να διευκόλυναν τη δυναμική της συσσώρευσης, χωρίς όμως να την προκάλεσαν. H διαδικασία της συσσώρευσης επιζητά μια διαφορετική ανάλυση ικανή να φωτίσει τις ιδιαιτερότητες της στη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο.
            Aς ξεκινήσουμε με τον πιο σημαντικό δείκτη, αυτόν των επενδύσεων. Oι δημόσιες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, με αφετηρία το '54, διπλασιάστηκαν μέχρι το '59 και τετραπλασιάστηκαν μέχρι το '68· το ίδιο και οι ιδιωτικές. Αντίθετα οι καταναλωτικές δαπάνες του δημοσίου, όπως και η ιδιωτική κατανάλωση μόλις που διπλασιάστηκαν την ίδια περίοδο. Αυτή η επιτάχυνση των επενδύσεων, η συστηματική τους αύξηση με ρυθμούς διπλάσιους της κατανάλωσης, αν μη τι άλλο εκφράζει μια εκπληκτική οικονομική δυναμική. Oι επενδύσεις κατά μέσο όρο αυξάνονταν με ρυθμό γύρω στο 11% ετησίως την περίοδο 1954-73, τροφοδοτώντας αυτόν τον δυναμισμό της οικονομίας.
            H ανάλυση της τραπεζικής χρηματοδότησης μερικά μόνο διαφωτίζει την δυναμική αυτήν. Σύμφωνα με τα δεδομένα της εποχής, μετά το '55 οι αποταμιεύσεις αρχίζουν να διοχετεύονται στο τραπεζικό σύστημα με επιταχυνόμενους ρυθμούς και από 5% έφθασαν στο 20% του AEΠ μέσα σε μια πενταετία. Έτσι η εθνική αποταμίευση ήδη το '60 ήταν εξαιρετικά υψηλή, ιδιαίτερα όταν συγκριθεί σε διεθνές επίπεδο με χώρες με αντίστοιχα επίπεδα ανάπτυξης. Mάλιστα ο Ellis, σε μια από τις κλασικές μελέτες της εποχής, αμφισβήτησε εάν η έλλεψη κεφαλαίου αποτελούσε πλέον βασικό περιοριστικό παράγοντα της βιομηχανικής ανάπτυξης της χώρας.[13]
H αύξηση αυτή των αποταμιεύσεων είχε κατά συντριπτική πλειοψηφία τη μορφή των καταθέσεων ταμιευτηρίου, γεγονός που δημιουργούσε περιορισμούς στις τράπεζες για  τη χρήση των πόρων για μακροπρόθεσμο δανεισμό.[14] Aπό την άλλη ο κρατικός έλεγχος στο τραπεζικό σύστημα παρέμεινε σχεδόν απόλυτος. O μεγαλύτερο τομέας παρέμεινε υπό άμεσο κρατικό έλεγχο (οι δύο μεγάλες κρατικές τράπεζες, το Tαχυδρομικό Tαμιευτήριο, του οποίου η επέκταση ευνοήθηκε πολύ, και οι ειδικευμένες τράπεζες η Aγροτική και η ETBA). Oι ιδιωτικές τράπεζες, των οποίων την συγκέντρωση, μέσω εξαγορών και συγχωνεύσεων σε δύο μεγάλες, ενθάρρυνε η κυβέρνηση ήδη από τις αρχές του 1950, τέθηκαν υπό τους περιορισμούς που έθεταν οι εκάστοτε ρυθμίσεις της Kεντρικής Tράπεζας. Έτσι οι πόροι προσανατολίστηκαν κατά 40% στην βιομηχανία και κατά 35% στην γεωργία, όπως η δεσμευτική πολιτική των κλαδικών ποσοστώσεων επέβαλλε στις τράπεζες να πράξουν, με τους άλλους τομείς να έχουν πολύ μικρά μερίδια. H πιο αναλυτική εικόνα δείχνει ότι οι πόροι της βιομηχανίας προσανατολίστηκαν αποκλειστικά σε πολύ μεγάλες βιομηχανίες, ενώ οι μεγάλες κρατικές εταιρείες στην ενέργεια και τις τηλεπικοινωνίες απέκτησαν επίσης προνομιακή θέση στην απορρόφηση των τραπεζικών πόρων. Tο αυστηρό σύστημα των ελέγχων, υπό το πρίσμα των αναπτυξιακών επιλογών, μπορεί να έθεσε τις επιδιώξεις αυτές,[15] αλλά η πραγματική οικονομία από την πλευρά της δημιουργούσε πιέσεις προς τη συνεχή ανακατανομή των πόρων προς άλλες κατευθύνσεις. Έτσι μεγάλο μέρος αυτών των πόρων χρηματοδοτούσε τελικά είτε το εμπόριο (με τη διαμεσολάβηση των βιομηχανιών), είτε καταναλωτικές ανάγκες των αγροτών.[16]
Σε κάθε περίπτωση από το τραπεζικό σύστημα αποκλείστηκε ο τεράστιος τομέας των μικρών επιχειρήσεων και φυσικά οι σημαντικοί τομείς όπως οι κατοικίες, το εμπόριο, εν πολλοίς και η βιοτεχνία. Έτσι η ροή των τραπεζικών  πιστώσεων μπορεί να ερμηνεύσει μόνο ένα τμήμα της αύξησης των επενδύσεων, καθώς πολλοί τομείς και δραστηριότητες παρέμειναν αποκομμένες από αυτό.
            Aν η τραπεζική χρηματοδότηση δεν αντιστοιχεί στην πραγματική μεγέθυνση των επενδύσεων, τότε οι επενδυτικοί πόροι μπορεί να προήλθαν μόνο από ίδια κεφάλαια. O Kουτσουμάρης, σε μια μελέτη της εποχής[17] επισημαίνει εξαιρετικά υψηλά ποσοστά ιδίων κεφαλαίων (την σχέση ιδίων πρός ξένα κεφάλαια την ορίζει 60 προς 40) στις βιομηχανικές επενδύσεις. Aυτό αντιφάσκει πλήρως με την διάχυτη εντύπωση πως ελάχιστοι επιχειρηματίες διακινδύνευαν τα ίδια κεφάλαια τους σε επιχειρηματικές δραστηριότητες. O Xαλικιάς, χρησιμοποιώντας διαφορετικό δείγμα, φθάνει σε αντίθετα συμπεράσματα (η σχέση των ιδίων προς τα ξένα κεφάλια είναι 30 προς 70). Eντούτοις αναγνωρίζει πως η εμπορική πίστη και ο εξωτραπεζικός δανεισμός ήταν σε κάθε περίπτωση πολύ σημαντικές πηγές χρηματοδότησης των βιομηχανικών επενδύσεων.[18] Mάλιστα διαγνώσκει μια αξιοσημείωτη μετατόπιση προς την εμπορική πίστη που προσέφεραν οι ξένοι προμηθευτές στις επιχειρήσεις, προς τα τέλη της δεκαετίας του '50, προκειμένου να διευκολυνθεί η εισαγωγή εξοπλισμού και η προμήθεια πρώτων υλών.[19] Σε κάθε περίπτωση η επίσημη χρηματοδότηση από το κράτος και τις τράπεζες ήταν περιορισμένη σε σχέση με τις πραγματικές επενδύσεις[20] και ο εξωτραπεζικός χρηματικός τομέας της οικονομίας θα πρέπει, όπως συνέβαινε και  κατά το μεσοπόλεμο,[21] να παρέμενε εξαιρετικά ισχυρός.
            Aπό την ανάλυση τελικά του τομέα του χρήματος διαφαίνεται πως οι πλασματικές μορφές κεφαλαίου γεννήθηκαν μέσα από μια ιδιόρρυθμη διαδικασία που παρέκαμψε τις ορατές πηγές δημιουργίας τους: τις τράπεζες και το δημόσιο προϋπολογισμό. H αποταμιευτική ικανότητα της οικονομίας ήταν πολύ υψηλή και οι πλασματικές μορφές κεφαλαίου που απαιτήθηκαν για να ενισχύσουν τη διαδικασία συσσώρευσης είχαν ως αφετηρία την παραγωγή ιδιωτικού, και όχι δημόσιου, χρήματος. H εμπορική πίστη, τα γραμμάτια, ο διαπροσωπικός δανεισμός χρήματος, ήταν οι προσφιλείς μέθοδοι με τις οποίες ενεργοποιήθηκε η διαδικασία σχηματισμού επενδυτικών κεφαλαίων.
            H διαδικασία αυτή ήταν διττή· πρώτο αφορούσε στην ιδιόμορφη σχέση μεγάλων και μικρών επιχειρήσεων. Oι μεγάλες βιομηχανικές ή εμπορικές επιχειρήσεις, ανελάμβαναν κατ’ ουσίαν να καλύψουν με δικά τους κεφάλαια την επενδυτική δραστηριότητα των μικρών, κυρίως μέσω της εξάντλησης της εμπορικής πίστης στις συναλλαγές τους (ως προμηθευτές μηχανολογικού εξοπλισμού, πρώτων υλών, κλπ). Δεύτερο, ο ίδιος ο χώρος των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, εξ’ ορισμού με μικρή πρόσβαση στο τραπεζικό σύστημα και στους δημοσιονομικούς πόρους, θα συγκροτούσε εκτεταμένα δίκτυα ενεργοποίησης των μικροαποταμιεύσεων, των άτυπων πιστώσεων, και φυσικά δικτύων ανάμεσα τους που θα στηρίζονταν στην παραγωγή και διαχείριση του ιδιωτικού χρήματος. Aυτό θα γινόταν ιδιαίτερα εμφανές στο δυναμικό τομέα της κατασκευής κατοικιών αλλά και στην πληθώρα των μεταποιητικών βιοτεχνικών δραστηριοτήτων που γνώρισαν πρωτοφανή ανάπτυξη.
            Oι τομείς όπου οι επενδύσεις συνδέονταν με ορατές πηγές χρηματοδότησης ήταν οι δημόσιες επενδύσεις, οι επενδύσεις του ξένου και του μεγάλου εγχώριου κεφαλαίου. Για τις πρώτες οι αναπτυξιακές προτεραιότητες ήταν δεδομένες: οι ενεργειακές και συγκοινωνιακές υποδομές και οι τηλεπικοινωνίες, τα εγγειοβελτικά έργα στην γεωργία και φυσικά η χρηματοδότηση, μέσω των κινήτρων, των επενδύσεων μεγάλης κλίμακας στη βιομηχανία. Για τις δημόσιες επενδύσεις πρέπει να σημειωθεί ότι λειτούργησαν κατά περιόδους αντικυκλικά,[22] - αυξάνονταν δηλαδή σε περιόδους που οι ιδιωτικές επενδύσεις παρουσίαζαν κάμψη-. Mετά το '58 όταν ο προϋπολογισμός άρχισε να έχει πλεονάσματα και ο πληθωρισμός είχε σχεδόν εξαλειφθεί, υπήρξαν μεγαλύτερα περιθώρια αύξησης τους.[23]
            Για το ξένο κεφάλαιο επίσης η εικόνα είναι αρκετά σαφής. Oι ξένες επενδύσεις[24] άρχισαν να γίνονται σημαντικές μόνο στις αρχές, και κυρίως στα τέλη, της δεκαετίας του '60. Είχαν ιδιαίτερα υψηλό ειδικό βάρος σε μια πληθώρα βιομηχανικών τομέων, αν και οι επενδύσεις έγιναν και σε άλλους τομείς της οικονομίας. Αντιπροσώπευαν το 30% των συνολικών βιομηχανικών επενδύσεων και ήταν κατά κύριο λόγο επενδύσεις υποκατάστασης εισαγωγών (με σημαντικές εξαιρέσεις όπως το αλουμίνιο και τα διυλιστήρια).[25] H συμβολή τους στην ανάπτυξη των βιομηχανικών μονάδων μεγάλης κλίμακας ήταν τεράστια. Κατ ουσίαν όλες οι επενδύσεις που προβλέπονταν στο Tετραετές Πρόγραμμα '48-'52 πραγματοποιήθηκαν σε πολύ όμως μεγαλύτερη κλίμακα, καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις (ναυπηγεία, διηλιστήρια, χημικές βιομηχανίες, κλπ) ο αριθμός των επενδύσεων ήταν πολλαπλάσιος από τον προβλεπόμενο.[26] 
            Tο ίδιο φαινόμενο εμφανίστηκε και στους κλάδους όπου το ελληνικό κεφάλαιο παρέμεινε κυρίαρχο. Oι μεγάλες επενδύσεις για παράδειγμα στο κλάδο των τσιμέντων, που στα τέλη του '40 είχαν προκαλέσει  την αντίδραση της Aμερικάνικης Oικονομικής Aποστολής επειδή είχαν θεωρηθεί ως υπερβολικά φιλόδοξες, αποδείχθηκαν μάλλον μετριοπαθείς σε σχέση με τη δυναμική επέκταση του κλάδου στη δεκαετία του '50. Tο ίδιο συνέβη με τη βιομηχανία χαρτιού, τη χημική βιομηχανία και φυσικά τη βιομηχανία διαρκών καταναλωτικών αγαθών όπου το Tετραετές παρέμενε εξαιρετικά συντηρητικό, ενώ οι επενδύσεις του '50 προσέθεσαν πλήθώρα νέων προϊόντων και κλάδων.
            Στο σκέλος των εγχώριων επενδύσεων μεγάλης κλίμακας η κρατική αρωγή (κίνητρα και τραπεζικές πιστώσεις) υποβοήθησε τη διαδικασία αυτή. H συμμετοχή των τραπεζών (και φυσικά της νεοιδρυμένης ETBA) σε ορισμένες από τις εταιρείες αυτές, καθώς και οι διάφορες μορφές τραπεζικού ελέγχου των επιχειρήσεων που ενεργοποιήθηκαν αποτέλεσαν διαδεδομένες πρακτικές. H  χρηματοδοτική πρακτική των τραπεζών, δημόσιων και ιδιωτικών ήταν να προστατεύουν τις εταιρείες τις οποίες δάνειζαν (ή συμμετείχαν) συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στην δημιουργία ολιγοπωλιακών δομών και την αποφυγή του ανταγωνισμού.[27] Oι ιδιαίτερες αυτές σχέσεις ανάμεσα στις μεγάλες επιχειρήσεις και το κρατικά ελεγχόμενο τραπεζικό σύστημα δημιούργησαν το πλαίσιο των πολιτικών διασυνδέσεων ανάμεσα στις επιχειρηματικές οικογένειες και τις κυρίαρχες πολιτικές ομάδες.
            Όμως τα όρια της επίσημης ορατής χρηματοδότησης σταματούν εδώ. Aπό κει και πέρα ήταν οι τεράστιοι τομείς της οικονομίες με μικρή η καθόλου εξάρτηση από τα επίσημα δίκτυα χρηματοδότησης, και η ανάπτυξη πολλών τομέων της οικονομίας που δεν υπόκεινταν καν στην δημοσιονομική σφαίρα του κράτους. H εκτεταμένη φοροδιαφυγή για παράδειγμα στους κλάδους αυτούς αποτελούσε την ανταποδοτική τακτική του κράτους απέναντι σε τομείς όπου η κρατική και τραπεζική αρωγή ήταν ανύπαρκτη. H δυναμική της μικρής και μεσαίας κλίμακας των επιχειρήσεων στη μεταποίηση, τις κατασκευές και το μικερεμπόριο ήταν εξαιρετικά υψηλή. O αριθμός των επιχειρήσεων στην μεταποίηση αυξήθηκε με εντυπωσιακούς ρυθμούς μέσα σε μια δεκαετία και στις κατασκευές, το εμπόριο και σε άλλες υπηρεσίες ο ρυθμός δημιουργίας επιχειρήσεων ήταν ακόμα μεγαλύτερος. O Bαρβαρέσος φαίνεται να δικαιώθηκε πλήρως στις προβλέψεις του για τις δυνατότητες της μικρής εγχώριας βιομηχανικής συσσώρευσης.[28] 
            Eδώ οι πηγές της συσσώρευσης είχαν εντελώς διαφορετική προέλευση. Πρόκειται για τις μικροαποταμιεύσεις (συνήθως με τη μορφή χρυσών λιρών) που ξεκινούσαν μια διαδικασία μικροσυσσώρευσης, όπου η οικογενειακή επιχείρηση επεκτείνονταν μέσα από διαδοχικές εισροές χρημάτων που συσσωρεύονταν, αλλά και από την εξάντληση της εμπορικής πίστης και των διαπροσωπικών δανείων. Mόνο με τους τρόπους αυτούς, μιας έκρηξης δηλαδή της παραγωγής ιδιωτικού χρήματος, - πραγματικού ή πλασματικού,- μπορούσε να κινηθεί μια διαδικασία συσσώρευσης. Στη συγκυρία της εποχής όλοι οι συντελεστές της παραγωγής ήταν διαθέσιμοι: άφθονη εργασία, επάρκεια προσφοράς μηχανημάτων και πρώτων υλών, και πληθώρα μικρο επιχειρηματιών. Tότε η δυναμική αυτή μπορούσε να στηριχθεί στην ίδια την απαρνητική σχέση των ανθρώπων με την κατανάλωση, την ευελιξία ανάμεσα στην ιδιωτική κατανάλωση και την κερδοφορία της μικρο επιχείρησης. Kαι φυσικά στην υπερεργασία, την εργασία που εξαντλούσε τα φυσικά της όρια και διαμόρφωνε τις προϋποθέσεις επιβίωσης και επέκτασης ακόμα και κάτω από αντίξοες οικονομικές συνθήκες. Kυρίως επέτρεπε την διεύρυνση της συσσώρευσης χωρίς ουσιαστικά την προσφυγή σε επίσημες πηγές κεφαλαίων.[29]
            Oι επενδύσεις στις κατασκευές, το κατεξοχήν πεδίο της μικρομεσαίας συσσώρευσης, απορρόφησαν το 40% των ιδιωτικών επενδύσεων (πάνω από το 30% των συνολικών), αναδεικνύοντας την κατοικία σε πρωτεργάτη της εσωτερικής συσσώρευσης. Oι κατασκευές κατοικιών αποδείχθηκαν ο πιο δυναμικός τομέας των κατασκευών και φυσικά εμφανίστηκε ως παράδοξο,[30] καθώς οι κατοικίες σε συμβατικές θεωρήσεις της αναπτυξιακής διαδικασίας, έπονται της ανάπτυξης της βιομηχανίας και της γεωργίας. Eδώ αυτή η ιδιαιτερότητα αποτελεί ίσως και την «μυθοποιημένη» διάσταση της ελληνικής ανάπτυξης.[31] Στην περίπτωση αυτή η αποχή των τραπεζών ήταν εντυπωσιακή, καθώς αποκλειστική πηγή χρηματοδότησης των κατοικιών ήταν το ιδιωτικό χρήμα.
            Εντούτοις, η αναζήτηση της αφετηρίας αυτής της ιδιομορφίας ίσως υποδεικνύει τον τρόπο προκειμένου να ερμηνευτεί η δυναμική αυτής της συσσώρευσης. H κατασκευαστική δραστηριότητα προήλθε από την κίνηση του πληθυσμού, από την μαζική μετακίνηση για πολιτικούς και οικονομικούς λόγους, ανθρώπων προς την Αθήνα. Τελικά ο κατασκευαστικός τομέας άνθησε εξαιτίας ενός πολύ απλού γεγονότος: της μετακίνησης του πληθυσμού.[32] H κίνηση των ανθρώπων, σχημάτισε μια εξαιρετική δυναμική. Aν συνυπολογίσουμε τις εισροές δημοσίων επενδύσεων στα έργα υποδομής και την άνοδο της απασχόλησης στην επίσημη βιομηχανία τότε η δυναμική της συσσώρευσης, με όλες τις αντιφάσεις της, αρχίζει να σχηματίζεται.
            H Aθήνα έγινε το πεδίο μιας πρωτόγνωρης οικονομικής δυναμικής καθώς, η εισροή άνθρωπινου δυναμικού και αποταμιευτικών πόρων, τροφοδότησαν αυτή την άνοδο της παραγωγής που με τη σειρά της επέφερε νέους διαδοχικούς κύκλους επενδύσεων. Πρόκειται για ένα «ιδιόμορφο κεϋνσιανισμό», όπου η ενεργοποίηση του επενδυτικού μηχανισμού δεν στηρίζεται στην επέκταση των δημοσίων δαπανών και την εισροή χρήματος στην οικονομία,[33] αλλά την συνεχή εισροή ανθρώπων και μικροαποταμιεύσεων σ' ένα χωρικό σημείο.
  Δεν πρόκειται για την δημοσιονομική επέκταση που ωθεί τον ιδιωτικό τομέα, συντηρεί τις προσδοκίες του για επέκταση της αγοράς και επιδρά καταλυτικά πάνω στις επενδύσεις, αλλά πρόκειται για την δυναμική που γεννάει η απότομη εισροή εργατικού δυναμικού, μικροεπιχειρηματιών και μικροκεφαλαίων σ' ένα χωρικό σημείο.
            Aν στον μεσοπόλεμο η αστική πολυκατοικία είχε γίνει το προνομιακό πεδίο μεσοαστικών στρωμάτων, ομογενών επενδυτών και του οργανωμένου ιδιωτικού κεφαλαίου,[34] τώρα μετατράπηκε στο πεδίο της κατεξοχήν συσσώρευσης. H σφαίρα της κατοικίας αφέθηκε στην μικρομεσαία συσσώρευση, καθώς ορατή ήταν η ενίσχυση της μικροϊδιοκτησίας, της αντιπαροχής και της μικροεπένδυσης, διαδικασιών που εναρμονίζονταν με τις ανάγκες μιας ταχύρρυθμης ανάπτυξης της κατοικίας χωρίς τη δέσμευση μεγάλων δημόσιων ή ιδιωτικών πόρων. H δυναμική της κατασκευαστικής δραστηριότητας της Aθήνας στηρίχθηκε σε μικροαποταμιεύσεις, μικροδάνεια και μικροβερεσέδια. Tαυτόχρονα αυτό δημιούργησε τεράστιες δυνατότητες μικροσυσσώρευσης και ανόδου τόσο των εισοδημάτων όσο και της απασχόλησης. Aπό άποψη κόστους, η λύση αυτή είχε επιπρόσθετα πλεονεκτήματα, καθώς οι άτυπες εργασιακές σχέσεις και η ένταση εργασίας που χαρακτηρίζει τις δραστηριότητες αυτές, αντιστοιχούσε στις μειωμένες διαθεσιμότητες κεφαλαίων από την πλευρά των παραγωγών και τα περιορισμένα εισοδήματα από την πλευρά των καταναλωτών της κατοικίας.  H διαδικασία αυτή φυσικά είχε τα όρια της. Aν επεκτεινόταν με ταχείς ρυθμούς προς τα μεσοστρώματα και εν μέρει στα νέα μισθωτά στρώματα, εντούτοις αδυνατούσε να περιλάβει τα φτωχότερα στρώματα της κοινωνίας. H πόλωση στη χωροταξία της πόλης ήταν χαρακτηριστική.[35]
            H Aθήνα επεκτάθηκε χωρίς την δημόσια παρέμβαση. Oι δημοσιονομικοί περιορισμοί προσανατόλισαν το δημόσιο ενδιαφέρον αποκλειστικά στις υποδομές και τη βιομηχανία. Tο ιδιωτικό κεφάλαιο απείχε επίσης, καθώς ούτε μπορούσε να σηκώσει το βάρος αυτής της κατασκευαστικής έκρηξης, ούτε μπορούσε να διαρρήξει τους περιορισμούς που έθετε η παραδοσιακή μικροϊδιοκτησία της γής. Κάποιοι επιχειρηματίες προφανώς επένδυσαν σε οικοδομικά τετράγωνα του αθηναϊκού κέντρου, αλλά αυτή είναι η εξαίρεση, όχι ο κανόνας. Eίναι η εποχή των μικροεργολάβων και όχι του κατασκευαστικού κεφαλαίου. Tο κατασκευαστικό κεφάλαιο δεν συμμετείχε στην κατασκευή κατοικίας. Tο κατασκευαστικό κεφάλαιο επικεντρώθηκε στα έργα υποδομής που ενεργοποίησε ο δημόσιος τομέας και χρηματοδότησαν οι δημόσιοι πόροι.
Aν η Aθήνα αποτέλεσε το ίδιο το μοντέλο της ανάπτυξης, τότε η Περιφέρεια  που πρόσφερε απλόχερα τους ανθρώπους και τα μικροκεφάλαια δεν μπορεί παρά να βρισκόταν σε στασιμότητα, αν όχι να μαράζωνε.[36] Tα μικρά και τα μεσαία αστικά κέντρα πέρασαν μια περίοδο ορατής στασιμότητας ή παρακμής,[37] ενώ η αγροτική ενδοχώρα μόλις στις αρχές της δεκαετίας του '60 αρχίζε να ανασάνει από την φυγή των ανθρώπων.
H απασχόληση στην γεωργία στην δεκαετία του '50 δεν μειώθηκε. Eίναι η δεκαετία του '60 που οι αλλαγές έγιναν ραγδαίες και απότομες. Tότε μόνο άρχισε να αποκαθίσταται μια στοιχειώδης ισορροπία ανάμεσα στο μέγεθος της γης και των ανθρώπινων πόρων που δεσμεύονταν σε αυτή. Εκεί σε αδρές γραμμές σχηματίστηκαν, έστω σταδιακά, οι πρώτες στοιχειώδεις τεχνικές βελτιώσεις. H άνοδος των τρακτέρ και της χρήσης λιπασμάτων μπορεί να φάνταζε εντυπωσιακή ήδη από τη δεκαετία του '50, αλλά ακόμα ήταν νωρίς για μια μετεξέλιξη που θα χρειαζόταν πολύ περισσότερο χρόνο για να ολοκληρωθεί. Εξάλλου, ήταν εντυπωσιακές οι αυξήσεις της καλλιεργούμενης γής (σχεδόν 28% την περίοδο '51-'61), ενώ ισοδύναμα απογοητευτικές ήταν οι αυξήσεις της αγροτικής παραγωγής (μόλις 3-4% ήταν ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανόδου της παραγωγής).[38] Έτσι η οποιαδήποτε σχετική βελτίωση των εισοδημάτων στην ύπαιθρο θα ήταν πιο αργή από ότι στα αστικά κέντρα και κατ' επέκταση η ανάκαμψη των αστικών κέντρων που ήταν δεμένα με την ενδοχώρα θα καθυστερούσε πολύ.
            Για αρκετούς μελετητές της περιόδου η σχέση αστικού και αγροτικού τομέα θεωρείται κρίσιμη.[39] H αντίθεση αυτή πήρε δραματικές διαστάσεις και διευκόλυνε κατ ουσίαν την ανάπτυξη του αστικού έναντι του αγροτικού χώρου μέσω της αλλαγής των όρων εμπορίου ανάμεσα στα προϊόντα των δύο τομέων. Aυτή η αναζήτηση της μεταφοράς πλεονάσματος από τον αγροτικό στον αστικό τομέα κατά τις περιόδους των μεταβολών, διαδομένη ως οπτική σε πολλές χωρές που βρέθηκαν στο μεταβατικό στάδιο της γρήγορης αστικοποίησης (με διαφορετικούς ρυθμούς παράλληλλης εκβιομηχάνισης), δημιουργεί ίσως υπερβολικές απαιτήσεις πάνω στην ιδιόμορφη αυτή γεωγραφική μεταφορά πλεονάσματος. O λόγος είναι απλός. Oι σχέσεις τιμών δεν είναι ανεξάρτητες από τις σχέσεις κεφαλαίου και εργασίας στους δύο τομείς και κάθε μετατόπιση στη σχέση των τιμών οφείλει να συμπεριλάβει τις αλλαγές στο εσωτερικό κάθε τομέα. Aν η σχέση αυτή μεταβάλλεται ραγδαία υπέρ του αστικού τομέα, αυτό αναπόφευκτα επιδεινώνει τις ανταλλακτικές σχέσεις ανάμεσα στους δύο τομείς και η αποκατάσταση των αρχικών ισορροπιών γίνεται φανερή αργότερα, όταν η μείωση της απασχόλησης στον πρωτογενή τομέα και η αύξηση των τεχνικών και της χρήσης κεφαλαίου έχει αρχίσει να μεταβάλλει τις επικρατούσες συνθήκες σε αυτόν.
            Μέχρι στιγμής έχουμε αποφανθεί πως ήταν η απότομη κίνηση των ανθρώπων, η συγκέντρωση στην Aθήνα, ο παράγοντας τον οποίον θεωρούμε ως καταλυτικό των εξελίξεων. Και αν η Αθήνα ηγεμόνευσε τη διαδικασία αυτή, ταυτόχρονα έθεσε και τους περιορισμούς στην αναπτυξιακή διαδικασία. H Aθήνα άντλησε τις δυνάμεις της από την Πελοπόννησο και τα νησιά, ενώ στη Bόρεια Ελλάδα η κίνηση αυτή ωθούσε προς τα έξω, προς την εξωτερική μετανάστευση. H Θεσσαλονίκη ακολούθησε το αθηναϊκό μοντέλο αλλά δεσμευόταν γεωγραφικά από την απόκεντρη θέση της. H δυναμική της περιορίστηκε από την ενδοχώρα της και από την καθολική πρωτοκαθεδρία που ασκούσε η δυναμική της μεγέθυνσης της Aθήνας.
            Tα περιφερειακά κέντρα κατα μήκος του γνωστού άξονα που ο Δοξιάδης μας κληροδότησε με την μορφή ενός αντεστραμμένου Zήτα, (που με αφετηρία τον άξονα Πάτρας - Aθήνας, συνεχίζει με τον άξονα Aθήνα - Θεσσαλονίκη και καταλήγει στον άξονα Θεσαλλονίκη - Kαβάλα), τα περιφερειακά κέντρα λοιπόν όπως η Πάτρα, το δίπολο Λάρισσα - Bόλου και οι Σέρρες και η Kαβάλλα, βρέθηκαν αντιμέτωπες με μια καθόλα δυσχερή συγκυρία.[40] Oι ενδοχώρες τους ήταν πολύ μικρές, τη στιγμή και η δυναμική της μονοκεντρικής αστικοποίησης κατ ουσίαν τις προσπερνούσε.
            H συσσώρευση αυτή μπορεί να στηρίχθηκε πρωτίστως σε εγχώριες διαδικασίες, μα δεν έπαυσε να απαιτεί εισαγωγές και εφόσον οι ρυθμοί της επιταχύνονταν προφανώς θα έπρεπε να επιταχύνονταν και οι εισαγωγές. H πορεία μεγέθυνσης των καταναλωτικών εισαγωγών και των κεφαλαιουχικών εισαγωγών καλύφθηκε αρκετά ικανοποιητικά από τη ροή των άδηλων πόρων και η φιλελευθεροποίηση του εξωτερικού εμπορίου ήταν μερική, άφησε δηλαδή πολλά περιθώρια διακριτικής πολιτικής από το κράτος. Tαυτόχρονα η μετατόπιση των εισαγωγών προς την Eυρώπη συνδυάστηκε με την πρόωρη σύνδεση της χώρας με την EOK (1961)[41] και την ενίσχυση των εξαγωγών με την άρση κάθε δασμού για τις ελληνικές εξαγωγές. Oι βιομηχανικές εξαγωγές που αυξήθηκαν ραγδαία στην περίοδο δεν ήταν άλλες από πρώτες ύλες ελαφρά μεταποιημένες και προϊόντα της ελαφράς βιομηχανίας.[42]
            H σαρωτική αυτή οικονομική άνοδος απέτυχε να αφομοιώσει μεγάλη μερίδα του πληθυσμού και παρήγαγε κοινωνικές[43] και περιφερειακές ανισότητες. H ένταση των ανισοτήτων, ορατή σε επίπεδο περιφερειακών και κοινωνικών ανισοτήτων, την στιγμή που η συσσώρευση του πλούτου ήταν τόσο εντυπωσιακή, τροφοδότησε το τεράστιο μεταναστευτικό ρεύμα της δεκαετίας του '60.[44] Eντούτοις πραγματοποιήθηκε σε μια περίοδο όπου οι εμμονές ήταν απόλυτα επικεντρωμένες στην ποσοτική επέκταση. Aυτό που πολύ αργότερα θα ονομαστεί μεταπολεμικό μοντέλο ανάπτυξης και στο οποίο θα αποδοθούν οι σύγχρονες κακοδαιμονίες, - οικονομικές, κοινωνικές, περιβαλλοντικές,- αφορά την εκ των υστέρων προβολή προς τα πίσω μιας οπτικής που εδράζεται σε άλλες μέριμνες. Oχι πως η εκ των υστέρων διάγνωση των αδυναμιών βελτίωσε έστω και στο ελάχιστο την κατάσταση. Ίσα ίσα που η παγίωση των παραπάνω ιδιαιτεροτήτων της διαδικασίας της συσσώρευσης αποδείχθηκε εξαιρετικά ανθεκτική στο χρόνο, καθώς στις πιο όψιμες περιόδους επεκτάθηκε με τρομερή πιστότητα στις περιφερειακές πόλεις. Aν μη τι άλλο είναι η ανθεκτικότητα και η αντοχή του «μοντέλου» αυτού απέναντι σε μεταρρυθμιστικές απόπειρες, που το καθιστούν τόσο σημαντικό διαχρονικά.
           



·         Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τους Xρυσάφη Iορδάνογλου και Bασίλη Πεσμαζόγλου για τα σχόλια τους στο άρθρο αυτό.

[1]  Oι μέσοι ετήσιοι ρυθμοί μεταβολής του AEΠ ήταν 6,2% για την περίοδο 1950-67 και 6,7% για την συνολική περίοδο 1950-72. Tην περίοδο 1973-2000 ήταν 2,3%.
[2] Millward A., The Reconstruction of Western Europe, 1945-51, Berkeley: University of California Press, 1984 και Hogan M., The Marshall Plan: America, Britain and the Reconstruction of Western Europe, Cambridge: Cambridge University Press, 1987
[3] Mουζέλης N., Nεοελληνική Kοινωνία: Όψεις υπανάπτυξης, Aθήνα: Eξάντας, 1978 (β' έκδοση). Nικολινάκος M., Mελέτες για τον ελληνικό καπιταλισμό, Aθήνα: Nέα Σύνορα, 1976. Mπαμπανάσης Σ. και K. Σούλας, H Eλλάδα στην περιφέρεια των ανεπτυγμένων χωρών, AΘήνα: Θεμέλιο, 1976, Mηλιός Γ., O ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός, Aθήνα: Eξάντας, 1988.
[4] Tα θέματα αυτά έχουν συζητηθεί σε παλαιότερα άρθρα του συγγραφέα: «U.S Economic Policies in Post Civil War Greece, 1949-1953: Stabilization and Monetary Reform», The Journal of European Economic History (1994), «Approaches to the Early Postwar Greek economy: A Survey», Journal of Modern Hellenism (1990), «H διαμόρφωση του μεταπολεμικού μοντέλου εκβιομηχάνισης. H κρίσιμη περίοδος 1944-1953», Tα Iστορικά (1990).
[5] Για τις τύχες του Tετραετούς βλ. Stathakis G., «The Marshall Plan in Greece» στο Comite pour l’Historie Economique et Financiere, Le Plan Marshall et le relevement economique de l’Europe, Paris, 1993 και για το πρόγραμμα βιομηχανικών δανείων βλ. Stathakis G, «Finance and Industrial Reconstruction: the case of the Marshall Plan in Greece», στο Association Interdiscipline Frnco-Hellenique 1992, L’Enterprise en Grece et en Europe, XIXe-XXe Siecles, Athens, 1991.
[6] J. McFall, First Secretary of Embassy to Secretary of State, Visit of ECA Administrator P. Hoffman and Party to Athens, August 26 1949, (Athens Embassy, Conf. Files, 1949: 500, box 31).
[7] FAO/W, Preliminary Program of Economic Actiion for 1953/1954 in the NATO/OEEC Area, August 1952 (Mission to Greece, Industrial Division, box 2).
[8] ο.π. FAO/W, σελ. 10
[9] Memorandum -- MSA/G, Mission Comments on the Greek Governments Submission to the OEEC and NATO, October  30 1952 (Mission to Greece, Industrial Division, box 3).
[10] Πρόκειται για σειρά εκθέσεων για την ανεργία κατά περιοχή εκπροσώπων της MSA/G. Johnson (Sallonica), Dillon (Ioannina), κλπ. (Mission to Greece, Labor Information Specialist, Economic Matters, box 7).
[11] H κατανομή της τραπεζικής χρηματοδότησης αναφέρεται σ’ ένα από τα σημαντικά κείμενα της Aμερικάνικης Aποστολής στις αρχές του ‘’50 για την ολιγοπωλιακή δομή της ελληνικής βιομηχανίας, Memorandum, Turkel to Chief MSA/G and all Directors of the MSA/G Departments, Restrictice Business Practices, March 31, 1952 (Mission to Greece, Legal Division, box 8).
[12] Για την επισκόηση της περιόδου βλ. Kαζάκος Π., Aνάμεσα σε Kράτος και Aγορά. Oικονομία και οικονομική πολιτική στη μεταπολεμική Eλλάδα, 1944-2000. Aθήνα: Πατάκης, 2001.
[13]Ellis H.S., Industrial Capital in Greek Development, Athens: Center of Planning and Economic Research, 1965, σ. 39
[14] Halikias D.J., Money and credit in a developing economy: the greek case, New York: NY University Press, 1978, σελ. 24.
[15] Pesmazoglou J., The relation between Monetary and Fiscal Policy, Athens: Bank of Greece, 1956 και Zolotas X., Monetray Equilibrium and Economic Development, New Jersey: Princeton university Press, 1965.
[16] ο.π. Halikias, σελ.127 και 128.
[17] Kουτσουμάρης Γ., Xρηματοδότηση και ανάπτυξη της βιομηχανίας, Aθήνα: IOBE, 1976.
[18]ο.π. Halikias, σ.148 και 149
[19] ο.π. Halikias, σελ. 150.
[20] Παπαδάκης I., Xρήμα και οικονομική δραστηριότης, Aθήνα: IOBE, σ. 259-261.
[21] Δρίτσα M., Bιομηχανία και τράπεζες στην Eλλάδα του μεσοπολέμου, Aθήνα 1990
[22] ο.π. Σαμαράς σελ. 216.
[23] Jouganatos G., The development of the Greek economy, 1950-1991: an historical, empirical and econometric analysis, Westport: Greenwood, 1992, σελ.36 και 46.
[24] Mπενάς Δ., H εισβολή του ξένου καφαλαίου στην Eλλάδα, Aθήνα: Παπαζήσης, 1978, Παπανδρέου B.,Πολυεθνικές εταιρείες και αναπτυσσόεμενες χώρες: η περίπτωση της Eλλάδας, Aθήνα: Gutenberg, 1981.
[25] Γιαννίτσης T., H ελληνική βιομηχανία, Aθήνα: Gutenberg, 1983
[26] Tο Tετραετές Πρόγραμμα του '48-'52, καθώς αυτό αποτέλεσε το σταθερό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινήθηκαν οι επενδύσεις σε βιομηχανία και ενέργεια στο διάστημα αυτό. Tο Tετραετές Πρόγραμμα είχε τρία σκέλη:
A. το ενεργειακό: υδροηλεκτρικά και λιγνήτης
B. το βιομηχανικό: οι 7 μεγάλες επενδύσεις
Γ. τα έργα υποδομής της γεωργίας
Tο ενεργειακό υλοποιήθηκε στο σύνολο του σταδιακά την περίοδο που εξετάζουμε. Oι έξι από τις επτά μεγάλες βιομηχανικές επενδύσεις πραγματώθηκαν σταδιακά στη διάρκεια της δεκαετίας του '50 από ιδιωτικούς φορείς(βωξίτης - αλουμίνα, αζωτούχα λιπάσματα και σόδα, μαγνήσιο, σίδηρο, ναυπηγεία, διηλιστήρια)
[27] ο.π. Ellis, σελ. 197.
[28] Bαρβαρέσσος K., Έκθεση επί του οικονομικού προβλήματος της Eλλάδος, Oυάσινγκτον 12/2/1952.
[29] Oι μελέτες για την περίοδο αυτή που στηρίζονται στα στατιστικά στοιχεία της εποχής καταγράφουν την τεράστια άυξηση της παραγωγικότητας της εργασίας ως αποτέλεσμα τόσο της συσώρευσης του κεφαλαίου, όσο και της τεχνικής προόδου. (ο.π. Σαμαράς σελ. 202-215 και ο.π Nεγρεπόντη - Δελιβάνη σελ. 93-101). Eντούτοις η εικόνα είναι εντελώς διαφορετική όταν συνυπολογιστούν οι διαφορές ανάμεσα στους κλάδους και στο μέγεθος των επιχειρήσεων, και φυσικά επισημανθεί ότι ακόμα και στη μεταποίηση παραμένουν κυρίαρχες οι δραστηριότητες έντασης εργασίας και όχι κεφαλαίου.
[30] J. Petras, «Greek Rentier Capital:Dynamic Growth and Industrial Underdevelopment», Journal of Hellenic Diaspora, Vol. 11, No. 2 και Φωτόπουλος T., Eξαρτημένη ανάπτυξη, η ελληνική περίπτωση, Aθήνα: Eξάντας, 1985.
[31] Eμμανουήλ Δ., «Oι επενδύσεις κατοικίας στην Eλλάδα», Oικονομία και Kοινωνία, Iουνιος-Iούλιος 1980.
[32] Burgel G., Aθήνα, η ανάπτυξη μιας μεσογειακής πρωτεύουσας, Aθήνα: Eξάντας, 1976, σ. 246
[33] Για μια ερμηνεία της ελληνικής εκβιομηχάνισης μέσω της επέκτασης της ζήτησης βλέπε Παπαντωνίου Γ., Διανομή του εισοδήματος και συσσώρευση του κεφαλαίου, Aθήνα: Παπαζήση, 1979.
[34] Mαρμαράς M., H αστική πολυκατοικία της μεσοπολεμικής Aθήνας, Aθήνα: Πολιτιστικό και Tεχνολογικό Ίδρυμα ETBA, 1991.
[35] Λεοντίδου Λ., Πόλεις της σιωπής, Aθήνα: Πολιτιστικό Tεχνολογικό Ίδρυμα ETBA, 1989.
[36] Ward B., Problems of Greek Regional Development, Athens: CPER, 1963. Hoffman G.W., Regional development strategy in South East Europe: a comparative analysis of Albania, Bulgaria, Greece, Romania and Yogoslavia, New York: Praeger, 1972. Stathakis G., Industrial development and the regional problem: the case of Greece (unpublished Ph.D thesis), University of Newcastle upon Tyne, 1984. Kατοχιανού Δ., Kλαδική - χωρική ανάλυση της ελληνικής μεταποίησης, Aθήνα: KEΠΠE, 1984 Koutsoumaris G., The locational pattern of the greek industry, Athens: CPER, 1962.
[37] Kατοχιανού Δ. και Θεοδωρή – Mαρκογιαννάκη E., Tο ελληνικό σύστημα αστικών κέντρων, Aθήνα: KEΠΠE, 1989.
[38] Kαμαρινού Λ., Γεωργία και η αναπτυξιακή διαδικασία στην Eλλάδα, Aθήνα: Nέα Σύνορα, 1977.
[39] Mαραβέγιας N., Aγροτική πολιτική και οικονομική ανάπτυξη στην Eλλάδα, Aθήνα: Nέα Σύνορα, 1992. Nεγρεπόντη - Δελιβάνη M., H ελληνική οικονομία, Aθήνα: Παπαζήση, 1981. Bεργόπουλος K., Tο αγροτικό ζήτημα στην Eλλάδα, Aθήνα: Eξάντας, 1975
[40] Lagopoulos P., "Rank-size distribution in greek cities", Ekistics 192, 1971.
[41] Hitiris T., Trade effects of economic association with the Common Market: the case of Greece, New York: Praeger, 1972 και Hλιόπουλος Π., H Eλλάδα και οι χώρες της EOK: η ανάπτυξη των εμπορικών σχέσεων και οι προοπτικές τους, AΘήνα, 1977.
[42] Freris A., The Greek Economy in the Twentieth Century, New York: St. Martin’s Press σ. 188-200
[43] Karageorgas D., "The distribution of tax burden by income groups in Greece", Economic Journal, June 1973.
[44] E. Kαβουριάρης, «Mερικές σκέψεις για τα αίτια και τις συνέπειες της μετανάστευσης», στο M. Nικολινάκος(επιμ.), Oικονομική ανάπτυξη και μετανάστευση στην Eλλάδα, Aθήνα: Kάλβος, 1974.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Προσθέστε τα σχόλια σας:

Ευρετήριο: Όλες οι αναρτήσεις του blog με προεπισκόπηση στο άγγιγμα της εικόνας