26 Οκτωβρίου 2014

"Η ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΟΡΕΞΗΣ" - O ZΗΛΟΣ, του Βασίλη Καραποστόλη



Στην εποχή της δήθεν Παντοκρατορίας της Μηχανής, και μάλιστα στην φρικωδέστερη φάση της, εκείνη του Αυτόματου, το βιβλίο του Βασίλη Καραποστόλη "Η ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΟΡΕΞΗΣ", έχει τεράστια "ιαματική αξία", ειδικά για όσους επιμένουν να πιστεύουν στην δημιουργική ψύχη του λαού μας, σαν τον "εκ των ων ουκ άνευ" παράγοντα της όποιας δυνατότητας του τόπου να ξανασταθεί στα πόδια του. Χωρίς την επανάκτηση της αυτοεκτίμησης μας, τα όποια σχέδια επί χάρτου των όποιων μηχανισμών και των όποιων "τεχνοκρατικών" sic εγκεφάλων, δεν συνιστούν παρά σκοταδιστικές και αφελείς καρικατούρες, ασκήσεις επί χάρτου στερημένων ανθρώπων, καταδικασμένες σε πλήρη αποτυχία. Στο εν λόγο βιβλίο ο συγγραφέας - κατά την ταπεινή μας κρίση- δεν ηθογραφεί με νοσταλγία, απλούς λαϊκούς ανθρώπους "πολύ σοβαρής και βαριάς νοημοσύνης" μιας άλλης εποχής. Επιχειρεί να σκιαγραφήσει την παρουσία της φιγούρας τους στο σήμερα, πίσω από τον πυκνό κουρνιαχτό που μας περιβάλει και μας κρύβει τον ορίζοντα. Σήμερα παρουσιάζουμε το Δ΄ κεφάλαιο του δεύτερου μέρους του βιβλίου υπό τον γενικό τίτλο Ο ΖΗΛΟΣ, που αναφέρεται στο μεράκι, τον έρωτα του τεχνίτη για το αντικείμενο της εργασίας του. 
Ανδρέας Κυράνης Οκτώβριος 2014

"... Χρωστούσαν όμως στη ζωή ότι τους επέτρεπε να είναι ανοικτοί σε κάθε ενδεχόμενο, και οι ευχαριστίες τους δεν ήταν παρά μόνο γι’ αυτό: για το ότι φαινόταν εφικτό να μετασχηματίσουν εξίσου τα πράγματα γύρω τους και τον ίδιο τους τον εαυτό.
Χωρίς εργασία φυσικά δεν θα ήταν δυνατόν να επιτευχθεί τίποτα. Της αφιερώνονται λοιπόν. Συγκεντρώνονται πάνω στη δουλειά που τυχαίνει να κάνουν με μια συνέπεια που προσεγγίζει το όριο της ευσέβειας.
...Μιλώ, όπως καταλαβαίνετε, για το μεράκι.
Σπανίζει, λένε, δεν βρίσκεται πια πουθενά..... Παραλείπουν όμως συνήθως να κάνουν λόγο για το πρόβλημα της σποράς και της καλλιέργειας που προηγείται..... Ασυμβίβαστα μεταξύ τους το μεράκι και η τύχη. Εκείνος που πέφτει με τα μούτρα στη δουλειά διώχνει από τη σκέψη του οτιδήποτε μένει άπιαστο, εμπιστεύεται μόνο τα χέρια του και το μυαλό του..... Τον οδηγούν κατευθείαν μέσα στην ύλη που έχει μπροστά του.... Το υλικό αποκαλύπτει τον άνθρωπο. .... Μαθαίνουμε ποιοι είμαστε από το πώς φερόμαστε απέναντι στην ύλη που μας αντιστέκεται. Κι εκείνοι οι μερακλήδες τεχνίτες ... είχαν πληροφορηθεί από την ίδια τους τη δουλειά πως δεν είναι μάταιο να επιμένουν και πως η βελτίωση σε όλα επαφίεται στην άσκηση.... οι κόποι δεν πάνε χαμένοι, όταν δεν βιάζεσαι να δεις σε τι ωφελούν......Εκεί μέσα διαφαινόταν η εξίσωση: πνεύμα ίσον βυθοσκόπηση της ύλης. Διέθετε πνεύμα λοιπόν ο αξύριστος Μηνάς με το κοντομάνικο φανελάκι;.....
.... Προτού τους δω, δεν πίστευα ότι αυτό που επιδιώκει μια πλέκτρα μπορεί να ξεπερνάει κατά πολύ την ανάγκη να πλεχτεί όπως πρέπει το μαλλί.....
....Δεν ήταν ποτέ πολλοί αυτοί οι αφοσιωμένοι δουλευτάδες στην Ελλάδα, θα πουν μερικοί..... Επιφανειακή η εκτίμηση αυτή. Είναι περισσότερο τεμπέλικη απ’ όσο εκείνοι τους οποίους επιχειρεί να χαρακτηρίσει. Δεν κοιτάει στα πιο κάτω στρώματα της συμπεριφοράς, δεν βλέπει ότι εκείνο που πιο πολύ απωθεί τους γηγενείς δεν είναι η καταβολή προσπάθειας, είναι η υποταγή στη μονοτονία της δουλειάς.....διατηρείται εδώ, μ’ έναν τρόπο στρεβλό ίσως, η απαίτηση του ανθρώπου να στέκεται πάνω από τα έργα του. Ανώτερο το να πράττεις από το να ποιείς, για να χρησιμοποιήσουμε τους όρους του ακριβολόγου Σταγειρίτη.... Επιθυμία υπέρτατη να μη γίνουν γρανάζια. Οι μηχανές δεν σκέφτονται, κι εκείνοι θα ’θελαν να μην είναι μηχανές...."

                                                        
ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΡΑΠΟΣΤΟΛΗΣ
"Η ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΟΡΕΞΗΣ"
                          ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ

ΜΕΡΟΣ Δ Ε Υ Τ Ε ΡΟ
Ο Ζ Η Λ Ο Σ
Δ΄
ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΑΡΑΓΕ ΝΑ ΤΟ ΠΩ; Ζούμε σ’ έναν τόπο όπου ο γογγυσμός αποτελεί για πολλούς πρωινή γυμναστική. Εισπνέουν καθαρό αέρα και ξεφυσάνε αμέσως εκατομμύρια κατσούφικα βακτηρίδια που θα εξαπλωθούν παντού. Η διάδοση είναι γρήγορη κι εύκολη.
Όσοι μένουν απρόσβλητοι αποτελούν αξιοθαύμαστα παραδείγματα ενός χαρακτήρα που μπορεί να αυτοπροστατεύεται από την κολλητική αρρώστια με ενέσεις λογικής, περισσότερο όμως με τη βοήθεια ενός αισθήματος βαθιά απολυμαντικού. Εννοώ την ευγνωμοσύνη.
Γνώρισα τότε κάμποσους που φαινόταν να νιώθουν αυτό το σπάνιο αίσθημα. Δεν χτίκιαζαν και δεν αγανακτούσαν με την παραμικρή δυσκολία που ενέσκηπτε. Απεναντίας, από τις πιο απλές τους πράξεις αναδιδόταν ένα «ευχαριστώ». Σε τι; Σε ποιον; Το βλέμμα μερικών απ’ αυτούς δεν σηκωνόταν κατακόρυφα προς το στερέωμα την ώρα που ένιωθαν αυτήν τη γαλήνη κι αυτό το γέμισμα μέσα τους. Αμελούσαν να πουν «Δόξα τω Θεώ» συχνά πυκνά όπως άλλοι. Δεν ήταν ο υπερουράνιος δημιουργός αυτός προς το οποίο ανέπεμπαν την ευχαριστία τους, μολονότι ενδόμυχα ίσως αναγνωριζόταν η ανεξιχνίαστη επιρροή του. Πιο πολύ στην ίδια τη ζωή απευθύνονταν, σ’ εκείνη όφειλαν, αυτή τους ξάφνιαζε και τους προκαλούσε. Αρκούσε το φαινόμενο της ύπαρξης για να νιώσουν έτσι. Ήταν όμορφο που υπήρχαν, παρόλο που δεν είχαν λάβει κανένα δώρο, καμιά προίκα για το ξεκίνημα. Χρωστούσαν όμως στη ζωή ότι τους επέτρεπε να είναι ανοικτοί σε κάθε ενδεχόμενο, και οι ευχαριστίες τους δεν ήταν παρά μόνο γι’ αυτό: για το ότι φαινόταν εφικτό να μετασχηματίσουν εξίσου τα πράγματα γύρω τους και τον ίδιο τους τον εαυτό.
Χωρίς εργασία φυσικά δεν θα ήταν δυνατόν να επιτευχθεί τίποτα. Της αφιερώνονται λοιπόν. Συγκεντρώνονται πάνω στη δουλειά που τυχαίνει να κάνουν με μια συνέπεια που προσεγγίζει το όριο της ευσέβειας. Αφοσιωμένοι στον σκοπό τους κουράζονται, ξενυχτούν, αλλά δεν βιάζονται να αναπληρώσουν. Όταν σηκώνονται για να ξεμουδιάσουν και να ρίξουν μια ματιά έξω απ’ το παράθυρο, γνωρίζουν πως πίσω από την πλάτη τους τούς περιμένει ανολοκλήρωτο ένα έργο. Το επιθυμούν να υπάρχει εκεί αυτό το έργο και να το συνεχίζουν έπειτα από λίγο.

Μιλώ, όπως καταλαβαίνετε, για το μεράκι. Σπανίζει, λένε, δεν βρίσκεται πια πουθενά. Το αναφέρουν σαν να πρόκειται για κάποιο φρούτο που έπαψε να ωριμάζει, που δεν χρυσίζει πάνω σε κανένα κλαδί. Παραλείπουν όμως συνήθως να κάνουν λόγο για το πρόβλημα της σποράς και της καλλιέργειας που προηγείται. Δεν έρχεται μόνος του ο ζουμερός καρπός, πρέπει κι ο δουλευτής να μεριμνήσει γι’ αυτό, και μέριμνα δεν σημαίνει να κάνει δεήσεις ώστε η σοδειά να έρθει όπως θα ’ρχόταν από ένα λαχείο. Ασυμβίβαστα μεταξύ τους το μεράκι και η τύχη. Εκείνος που πέφτει με τα μούτρα στη δουλειά διώχνει από τη σκέψη του οτιδήποτε μένει άπιαστο, εμπιστεύεται μόνο τα χέρια του και το μυαλό του. Είναι όργανα που τον υπακούουν, και κάτι ακόμη περισσότερο: αποτελούν την προέκτασή του. Τον οδηγούν κατευθείαν μέσα στην ύλη που έχει μπροστά του. Πηλός, ξύλο, γυαλί, πέτρα, λυγαριά, ψαθί. Η ευγνωμοσύνη του είναι και γι’ αυτά τα σταθερά συμπλέγματα των μορίων. Γιατί του δίνουν την ευκαιρία να δοκιμάσει τις δυνάμεις του και να βρει αν είναι πραγματικά ικανός να γίνει ένας καλός κεραμοποιός, υαλοτεχνίτης, επιπλοποιός ή θα ’ταν καλύτερα να τα παρατήσει όλα τούτα και να μπαρκάρει στην Αυστραλία ή ίσως να ανοίξει κανένα εμπορικό ή μανάβικο, αν έχει στην άκρη ένα κομπόδεμα.
Το υλικό αποκαλύπτει τον άνθρωπο. Είναι το ξύλο εκείνο που θα δείξει αν μπορεί να το πελεκήσει κάποιος σωστά, και είναι το μάρμαρο που θα φανερώσει ποιος είναι σε θέση να το σμιλέψει κατάλληλα. Μαθαίνουμε ποιοι είμαστε από το πώς φερόμαστε απέναντι στην ύλη που μας αντιστέκεται. Κι εκείνοι οι μερακλήδες τεχνίτες που συνάντησα τότε είχαν πληροφορηθεί από την ίδια τους τη δουλειά πως δεν είναι μάταιο να επιμένουν και πως η βελτίωση σε όλα επαφίεται στην άσκηση. Ό,τι δηλαδή επί αιώνες κοπανάνε και οι δάσκαλοι στα σχολεία, με ελάχιστη ανταπόκριση. Δούλευαν προσηλωμένοι, χωρίς ένταση όμως.
Ακολουθώντας νοερά την ίδια διαδρομή που έκανα πάντα κατά την επιστροφή από το σχολείο, βάζω τον εαυτό μου να σταθεί και πάλι στο πεζοδρόμιο μπροστά από το επιπλοποιείο του Μηνά . Τον αποθαυμάζω καθώς μέσα σ’ ένα αραιό σύννεφο από ροκανίδια πριονίζει με άκρα επιμέλεια ακόμη λίγο το πόδι ενός τραπεζιού. Το κεφάλι του με τα σγουρά μαλλιά είναι γερμένο μπροστά, στον ίδιο άξονα με το χέρι που κατευθύνει το εργαλείο, μια συγκέντρωση της προσοχής κι ένας συντονισμός των μυώνων μπροστά στον οποίο στεκόμουν και τότε σιωπηλός, τραβηγμένος από ένα απροσδιόριστο θέλγητρο. Είναι κοντά στα σαράντα, νευρώδης, με σταρένιο δέρμα, ωριμασμένος μες στη δουλειά, μέσα σ’ αυτό που χρειάστηκε να μάθει – η θητεία του όμως μετατράπηκε σε αγάπη. Εκεί οφείλεται το ότι με ελκύει το θέαμα. Μας είχε φτιάξει δύο τραπέζια από οξιά για το σπίτι. Το ένα ήταν σπαστό και προοριζόταν για διάφορες χρήσεις, για το διάβασμα των σχολικών μαθημάτων στο μπαλκόνι όταν έκανε πολλή ζέστη, για το σιδέρωμα μερικές φορές ή για βοηθητικό μπουφέ όταν υπήρχαν μουσαφίρηδες στο σπίτι. Η στιλπνότητα της επιφάνειας, το φινίρισμα στις γωνίες, η σταθερότητά του ήταν γνωρίσματα που έκαναν το κατασκεύασμα τούτο να είναι για μένα ένα χειροπιαστό δείγμα αυτού που αποκαλείται ποιότητα: μια αξία που είναι ασαφής μέχρι να τη δεις εφαρμοσμένη μπροστά σου. Τα χρόνια περνούσαν και το τραπεζάκι έμενε άθικτο. Ανοιγόκλεινε απρόσκοπτα, και κάθε φορά που μάζευα από πάνω τα τετράδια και τα βιβλία οι ρόζοι πάνω στο ξύλο ξαναεμφανίζονταν λουστραρισμένοι στην εντέλεια, όμοιοι με λαδιά στρογγυλά μάτια που μου έγνεφαν για να μου πουν πως οι κόποι δεν πάνε χαμένοι, όταν δεν βιάζεσαι να δεις σε τι ωφελούν. Διάβαζα μέσα στους ρόζους και στα νερά του ξύλου ένα μάθημα εκτός «σχολικής ύλης» και παράλληλα εντός της. Εκεί μέσα διαφαινόταν η εξίσωση: πνεύμα ίσον βυθοσκόπηση της ύλης. Διέθετε πνεύμα λοιπόν ο αξύριστος Μηνάς με το κοντομάνικο φανελάκι; Εφόσον έφτιαξε το τραπεζάκι άψογα, ναι, διέθετε. Όπως όλοι όσοι αναλίσκονταν στην εργασία τους, ανεξάρτητα από τα κέρδη που έφερνε. Είδα την περίοδο εκείνη ορισμένους τέτοιους. Προτού τους δω, δεν πίστευα ότι αυτό που επιδιώκει μια πλέκτρα μπορεί να ξεπερνάει κατά πολύ την ανάγκη να πλεχτεί όπως πρέπει το μαλλί. Το ίδιο και με τον λιθοξόο, τον σιδηρουργό, τον οινοποιό, με κάθε επαγγελματία που έχει πάρει τη δουλειά του τόσο ζεστά που δεν καταλαβαίνει ούτε ζέστη ούτε κρύο.

Δεν ήταν ποτέ πολλοί αυτοί οι αφοσιωμένοι δουλευτάδες στην Ελλάδα, θα πουν μερικοί. Θα συμφωνήσω μαζί τους, αφού όμως προηγουμένως παρατηρήσω ότι, αν οι ανάγκες της άμεσης επιβίωσης ήταν λιγότερο επιτακτικές, ο αριθμός των ατόμων που δεν υπέκυπταν στους περισπασμούς θα ήταν πολύ μεγαλύτερος. Δεν είναι αυτονόητο αυτό. Θα μπορούσε για να με αντικρούσει κάποιος να επικαλεστεί καθημερινές εμπειρίες που δείχνουν ότι, γενικά, ο ντόπιος εργαζόμενος νοιάζεται να εξοικονομεί δυνάμεις καλού-κακού, να μην τις ξοδεύει σε δραστηριότητες που δεν υπόσχονται γρήγορες απολαβές. Επιφανειακή η εκτίμηση αυτή. Είναι περισσότερο τεμπέλικη απ’ όσο εκείνοι τους οποίους επιχειρεί να χαρακτηρίσει. Δεν κοιτάει στα πιο κάτω στρώματα της συμπεριφοράς, δεν βλέπει ότι εκείνο που πιο πολύ απωθεί τους γηγενείς δεν είναι η καταβολή προσπάθειας, είναι η υποταγή στη μονοτονία της δουλειάς.
 Ένας Ολλανδός, ένας Γερμανός θα έβρισκαν στον συνεχή ρυθμό της δουλειάς τους την εγγύηση ότι αυτό που επιχειρούν προχωράει απρόσκοπτα και θα ’ρθει στο τέλος το προϊόν που αρχικά σχεδιάστηκε. Είναι ικανοποιημένοι που το τέρμα επιβεβαιώνει την αρχή. Για τον Έλληνα αυτή η προοπτική απέχει πολύ από το να είναι ισοδύναμο της καταξίωσης. Άλλο προσδοκά εκείνος. Τι; Μήπως ξέρει; Πάντως όχι να εξαλείφεται η μοναδικότητα της ύπαρξής του μέσα στην ανωνυμία της διαρκούς επανάληψης, των ίσων μεταξύ τους στιγμών. Υπερφίαλη η στάση του – θα μπορούσε κι έτσι να χαρακτηριστεί. Από την άλλη όμως, διατηρείται εδώ, μ’ έναν τρόπο στρεβλό ίσως, η απαίτηση του ανθρώπου να στέκεται πάνω από τα έργα του. Ανώτερο το να πράττεις από το να ποιείς, για να χρησιμοποιήσουμε τους όρους του ακριβολόγου Σταγειρίτη.
Παραμελούμε, με άλλα λόγια, τα έργα που θα μπορούσαμε να φέρουμε εις πέρας, προκειμένου να διασώσουμε τον εαυτό μας από τον κίνδυνο να γίνει εντελώς προβλέψιμος, άχρωμος, να μη «μοστράρει» όπως πρέπει τα χαρίσματά του. Και πάνω απ’ όλα το χάρισμα που έχει να εξουσιάζει τον χρόνο του. Ω, αυτός ο χρόνος, οι αδέσποτες ώρες, το λούσο το περιζήτητο από τους πάντες! Εκτιμάται ως το πολυτιμότερο ιδιωτικό αγαθό. Το επιθυμούν εξίσου πολυτεχνίτες και ερημοσπίτες και το αποκτούν οι πιο αποφασιστικοί. «Κλειστόν. Επιστρέφω αμέσως» έγραφαν πότε πότε τα ταμπελάκια στην είσοδο των μαγαζιών. Κάθε τόσο μια διακοπή στο ωράριο, αυθαίρετα, ετσιθελικά. Ο πελάτης που είχε πάει για ψώνια και περίμενε απ’ έξω αρκετή ώρα επέστρεφε άπρακτος στο σπίτι του. Μετά από κάμποσες τέτοιες εμπειρίες θα είχε πλέον καταλάβει ότι η ανακρίβεια στη δήλωση του μαγαζάτορα ήταν το σήμα κατατεθέν για το πώς αντιμετώπιζε το επάγγελμά του. Πάνω απ’ όλα στεκόταν ο αδέσμευτος εαυτός του: το πότε θα επέστρεφε θα το όριζε αυτός, αυτός αποκλειστικά, η επιλογή του δεν θα έμπαινε σε κανέναν κορσέ. Θα ’ρχόταν πάντως η στιγμή που θα επέστρεφε. Κάπως έτσι αρχίζει να γίνεται λιγότερο έντονη η αντίθεση ανάμεσα στην όρεξη για δουλειά και στην επιθυμία για διάλειμμα. Είναι μια αντίφαση που χαρακτηρίζει αυτό τον λαό, όπως άλλες αντιφάσεις χαρακτηρίζουν λαούς για τους οποίους το να κρεμάνε οι επαγγελματίες συνειδητά στα καταστήματα ή όπου αλλού ταμπελάκια με λάθος στοιχεία θα ήταν ασυγχώρητος ζαμανφουτισμός ή και ανομία.
Ίσως τώρα καταλαβαίνουμε γιατί οι Έλληνες είναι δραστήριοι αλλά με διαλείψεις, και τόσο συχνές μάλιστα, που τους κάνουν να φαίνονται μερικές φορές ότι μετανιώνουν που δούλεψαν, όσο δούλεψαν. Επιθυμία υπέρτατη να μη γίνουν γρανάζια. Οι μηχανές δεν σκέφτονται, κι εκείνοι θα ’θελαν να μην είναι μηχανές. Όχι για να σκέφτονται όμως. Κάτι άλλο συντελείται μέσα στο κρανίο τους όταν απλώνουν τα πόδια πάνω στην καρέκλα έχοντας βάλει λουκέτο στο μαγαζί τους.
 Ένας ξένος φίλος μου που ήρθε κάποτε στη χώρα μας παρατηρούσε με απορία: «μα τι σκέφτονται τόση ώρα;». Έβλεπε άνδρες στα καφενεία να παίζουν κομπολόι κοιτάζοντας κάπου πέρα, μακριά. Έμοιαζαν, πράγματι, απορροφημένοι σε διαλογισμούς. Δεν ήταν όμως. «Τόση ώρα να σκέφτονται;» ειρωνεύτηκε ο Μάικ. «Δεν σκέφτονται», του είπα. «Χάνονται. Αυτό θέλουν, να χάνονται». Θα μας έπαιρνε κάμποση ώρα να του διευκρίνιζα τι εννοώ. Άλλωστε ούτε καν εγώ ήμουν σίγουρος ότι είχα ερμηνεύσει σωστά το πραγματικά παράξενο αυτό ύφος, το βλέμμα που φεύγει μακριά, την απομάκρυνση του καθισμένου από την καρέκλα του χωρίς να το κουνάει ρούπι. Δεν αμφέβαλλα όμως για το γεγονός ότι εκείνη την ώρα είχε σημάνει από μακριά κάποιο κουδούνι· ήταν η στιγμή για δραπέτευση, για φυγή. Αναχωρούσαν για ένα μέρος όπου ο εαυτός τους θα φάνταζε αλλιώς· θα ήταν πιο άρχοντας εκεί, πιο κυβερνήτης της τύχης του. Μέσα στο μυαλό τους υφαίνονταν απίθανα σχέδια για το πώς αυτό θα ήταν δυνατόν να επιτευχθεί. Με εμπορικά κόλπα, με υπενοικιάσεις εκτάσεων, με εργολαβίες, με εισαγωγές προϊόντων που έλειπαν από την εγχώρια αγορά, με χίλια δυο τα οποία δεν κουραζόταν να συνδυάζει το φευγάτο μυαλό τους. Ήταν το πρώτο στάδιο μιας νοερής μετανάστευσης. Αρκετά σύντομα αυτές οι οικονομικού τύπου χίμαιρες θα διαλύονταν, για να τις διαδεχτούν άλλες που είχαν να κάνουν με τις χάρες του τόπου της μελλοντικής εγκατάστασης. Να ζούσαν, λέει, οι απόδημοι σ’ έναν παράδεισο σαν κι αυτούς που δείχνουν οι καρτ-ποστάλ, θα ήταν υπέροχο αυτό… Αλλά πόσο θ’ άντεχαν να είναι αραγμένοι κάτω από ψηλόλιγνους φοίνικες και με νερά στους γαλαζοπράσινους τόνους του Ειρηνικού να τους γλείφουν τα πόδια; Έπειτα από λίγο θα ποθούσαν να φύγει το πρασινωπό του ωκεανού και να μείνει ατόφιο το διάφανο γαλάζιο, όπως ήταν και στις ακρογιαλιές της πατρίδας τους από την οποία θέλησαν να ξεφύγουν. Άλυτη η αντίθεση. Επιθυμία να δραπετεύεις και επιθυμία να μένεις δεμένος. Ζητάς να το σκάσεις και σε λίγο νοσταλγείς το παχνί. Αλληλοσυγκρουόμενες οι προσδοκίες, και το αποτέλεσμα είναι η σκηνοθεσία της φαντασίας που ξεκινάει φουλαριστή να μένει ετοιμόρροπη. Αναβάλλονται οι συγκεκριμένες ενέργειες, οι αποφάσεις. Εκείνες οι μετακινήσεις, οι εποικισμοί, οι καινούργιες ασχολίες είναι φάσεις μιας περιπέτειας που εκτυλίσσεται κάπου μακριά, στον ιδανικό τόπο όπου σαλπάρει με τον νου του ο ρεμβαστής απόδημος. Το βλέμμα του έχει πάρει μια έκφραση απουσίας· δεν βρίσκεται «εδώ», μην τον ενοχλείτε, μην τον σκουντάτε, αφήστε τον μόνο. Σε μερικά λεπτά θα επιστρέψει. Το ταμπελάκι στο κατάστημα γυρίζει τότε από την άλλη του όψη, οι πελάτες σπρώχνουν την πόρτα και η ζωή συνεχίζεται όπως και πριν.

Μετά το διάλειμμα εμφανιζόταν και πάλι ο ζήλος για δράση. Σαν να ’χε πάρει ανάσα ο αμετακίνητος ταξιδιώτης και με καινούργια πνευμόνια ριχνόταν και πάλι στη δουλειά. Είπα πνευμόνια κι ήρθε ξανά προς το μέρος μου εκείνος ο ήχος. Συνόδευε τις σωματικές κινήσεις, τις εμψύχωνε. Ήταν το σφύριγμα που έβγαινε από τα χείλη του εργάτη ή του τεχνίτη καθώς καταπιανόταν με το έργο του. Ένας σκοπός τσάμικος, ένας μπάλος, ένας σμυρνέικος. Τον άκουγες να ξεδιπλώνεται πάνω στον καμβά που συνέθεταν τα κροταλίσματα των μηχανών και τα τροχίσματα των εργαλείων, οι θόρυβοι από χτυπήματα σφυριών και λοστών. Πόσες φορές δεν αναπτερώθηκα κι εγώ μαζί με τον δουλευτή καθώς περπατούσα κι άκουγα τυχαία αυτές τις μελωδικές σφήνες κόντρα στις άλλες, τις μεταλλικές. Από μια σκαλωσιά, από ένα υπόγειο εργαστήριο ζαχαροπλαστικής, από μια αποθήκη ερχόταν στ’ αυτιά μου η κατάφαση προς τον μόχθο με τη μορφή ανθρώπινου κελαηδίσματος. Τα πουλιά δεν σκλαβώνονται εύκολα, όποιος λοιπόν τη θέλει τη δουλειά του και δεν την αρνείται βρίσκει μέσα του κάποιο πετούμενο να φτεροκοπάει, αδούλωτο παρ’ όλες τις ανάγκες του. Ερχόταν το μοτίβο να δώσει ρυθμό στις κινήσεις, να τις κάνει χαρούμενες ακριβώς επειδή μπορούσαν να είναι τόσο ζωηρές και επειδή μπροστά τους οι δυσκολίες θα υποχωρούσαν οπωσδήποτε. Ευτυχία, έχει πει ένας φιλόσοφος, είναι η υπερπήδηση εμποδίων που δεν μας φαίνονται ανυπέρβλητα. Είναι απαραίτητο να συναντάμε το φράγμα ώστε να τανύζουμε όσο γίνεται περισσότερο την ύπαρξή μας και να της δίνουμε την ευκαιρία του άλματος. Να μην είναι όμως το ύψος του φράγματος τέτοιο που να βάζει στην ψυχή περισσότερες αμφιβολίες για την επιτυχία παρά ελπίδες. Ο μάστορας που σφυρίζει τον σκοπό του ενώ δουλεύει έχει τόσες ελπίδες ότι θα τα καταφέρει, που σχεδόν φθάνουν έως τη βεβαιότητα· δεν είναι όμως ακόμη βεβαιότητα, και ο αέρας που φυσά μέσα από τα σωθικά του είναι για να σαλπίσει την κρίσιμη έφοδο. Οι μαχητές του ’40 φώναζαν «αέρα!» στην Πίνδο. Οι μαχητές του ’60, σε ειρηνική περίοδο τώρα, πάλι σ’ αυτές τις πνοές καταφεύγουν. Αντλούν από μέσα τους εκείνο το οξυγόνο της θέλησης που είναι απαραίτητο για να συνεχιστεί η δουλειά επί ώρες, δίχως το ηθικό να λυγίζει και με το πρόσωπο να φωτίζεται, εκεί που όποιος δεν ξέρει απ’ αυτά θα νόμιζε ότι το πιο φυσικό θα ήταν να δείχνει στραπατσαρισμένο. Μέσα στις νιφάδες από τα ροκανίδια που τον τύλιγαν ο Μηνάς σφύριζε τον σκοπό του.

Το ίδιο έκαναν τη στιγμή εκείνη και πολλοί άλλοι ζηλωτές της δουλειάς. Επιτηδευματίες, ερασιτέχνες και επαγγελματίες που συνέκλιναν σε μια κοινή μονομανία: είχαν τη λεπτομέρεια για ερωμένη τους. Τη θώπευαν, την πιλάτευαν και δεν θα την άφηναν ποτέ ξεκρέμαστη. Βασική αρχή του σωστού ράφτη είναι ότι ακόμη και η φόδρα στο σακάκι πρέπει να είναι τέλεια ραμμένη. Ανεπίτρεπτα τα ξέφτια σε οποιοδήποτε τεχνούργημα· ο άνθρωπος είναι πλάσμα που οφείλει να δώσει ό,τι καλύτερο μπορεί στις προσπάθειές του, διαφορετικά ας ξεχάσει τη λύτρωση. Αυτή  ήταν η πεποίθηση που κινούσε τα χέρια εκείνων των τελειοθηρών, ενώ ταυτόχρονα, την ώρα που τα δάχτυλά τους παιδεύονταν, το στόμα, παίρνοντας ένα σχήμα όμικρον, υποκαθιστούσε με το φύσημά του το σουραύλι, το κλαρίνο, την πίπιζα. Χέρια ανδρικά και γυναικεία σφυρηλατούσαν, συναρμολογούσαν, ζύμωναν, σοβάντιζαν, υπό την παρότρυνση μιας μελωδίας βγαλμένης απ’ τα χείλη τους, που, όπως στους αρχαίους αγώνες, ανήγγελλε ότι ο άνθρωπος είναι καμωμένος για να πηγαίνει πέρα απ’ τα δοσμένα του όρια.

Πρόθυμα ανταποκρίνονται στο προσκλητήριο της μνήμης μου μερικά ακόμη πρόσωπα από παρόμοια στόφα. Η άφιξή τους, συνήθως κατά τις ώρες που πάει να με πάρει από κάτω μια απογοήτευση ή μια ατονία, ασκεί ακόμη και σήμερα πάνω μου μια επιρροή ανάκαμψης που δύσκολα την ανταγωνίζονται άλλες. Ήταν πρόσωπα αφιερωμένα σε ό,τι έφτιαχναν, απόλυτα δοσμένα σ’ αυτό. Σκέπτομαι τον κύριο Πέτρο. Έναν αγιογράφο που δούλευε ακατάπαυστα στο δωματιάκι του σ’ έναν στενό, απόμερο δρόμο. Ο τόπος εργασίας του αποτελούσε βασικό σταθμό στις περιπλανήσεις που κάναμε με τους φίλους. Από το ανοιχτό παράθυρο τον βλέπαμε να πιάνει τα πινέλα, να τ’ αφήνει, να σηκώνεται για να πάρει ένα τελάρο, να διαλέγει κατόπιν ένα βουρτσάκι. Ώρες ολόκληρες αυτό, από το πρωί ως αργά το απόγευμα. Έλεγαν κάποιοι ότι είχε βάλει πλώρη για να πάει σε μοναστήρι, σύντομα θα έφευγε. Άλλες φήμες, μάλλον αβάσιμες, τον ήθελαν μαγκούφη έπειτα από έναν παλιό αποτυχημένο έρωτα που για να τον ξεχάσει είχε μπει στα καράβια ως ναυτικός, απ’ όπου επέστρεψε στον κάβο της γειτονιάς. Για μεσημεριανό είχε συνήθως ένα μήλο, δυο φέτες ψωμί με λίγες ελιές και μερικά καρύδια ακουμπισμένα σε ένα πανάκι δίπλα του. «Έτσι όπως πάει θα μουρλαθεί», είπε μια μέρα περνώντας δίπλα μας μια γνωστή τσούχτρα της περιοχής, κοιτώντας μας με νόημα· δεν συμμεριστήκαμε καθόλου την άποψή της. Εξακολουθήσαμε να τον παρατηρούμε αφήνοντας να πέσει χάμω η κουβέντα της γυναίκας σαν ένα άχρηστο τσόφλι. Ήταν πάρα πολύ ωμή και στενόμυαλη για να μας επηρεάσει. Ενώ ο ζωγράφος είχε άλλα φόντα: τα μπουκαλάκια γύρω του, τα σωληνάρια, τους χρωστήρες, και ιδίως την υποβλητική γενειάδα του που φαινόταν ν’ αντιγράφει την αντίστοιχη του αγίου ο οποίος απεικονιζόταν στο ξύλο. Μια φορά –εκεί που τον κατασκοπεύαμε από τον δρόμο– γύρισε αναπάντεχα την πλάτη του και, κοιτώντας μας μ’ ένα περίεργο μειδίαμα, έτεινε το δάκτυλο προς το δημιούργημά του. «Τι λες, Αντωνάκη; Να βάλω εδώ λίγο παραπάνω μοβ;» Σύξυλο το αγόρι στο οποίο απευθύνθηκε (ήταν ο μικρούλης αδελφός ενός από τους φίλους μου). Μόλις συνήλθε, σήκωσε απλώς τους ώμους του. Είχαμε μείνει κόκαλο, απορώντας πώς ήταν δυνατόν να μας είχε αντιληφθεί ο αλλόκοτος εκείνος αλχημιστής των μορφών και των χρωμάτων. Μόνο αν είχε μάτια και στη ράχη θα μπορούσε να ξέρει τι γίνεται πίσω του. Υπήρχε περίπτωση το υπερκόσμιο εκείνο μοντέλο που το αναπαριστούσε με τη ζωγραφιά του να είχε ψιθυρίσει στον πιστό καλλιτέχνη πως κάποια παιδιά στέκονται πιο πέρα στον δρόμο και τον χαζεύουν. Ειπώθηκε κι αυτό από κάποιον ανάμεσά μας που διέθετε ντετεκτιβίστικο μυαλό. Είχε συνεπώς την ευχέρεια ο άνδρας, εάν ήθελε, να στραφεί ξαφνικά και να μας πιάσει στα πράσα. Και το έκανε πράγματι μερικές φορές. Τα χάναμε έτσι που τον βλέπαμε να γυρίζει απότομα προς τη μεριά μας τη στιγμή που νομίζαμε ότι ήμασταν τέλεια προφυλαγμένοι.
Στην αρχή η κουβέντα εκείνη που είχε πετάξει ο πιο φιλύποπτος της παρέας, ότι μας κατέδιδε δήθεν στον ζωγράφο ο άγιος, ακούστηκε σαν ένα αστειάκι από αυτά που αφθονούν στις εφηβικές παρέες. Στο δεύτερο παρόμοιο επεισόδιο πήραμε το αστείο περισσότερο σοβαρά. Άλλη εξήγηση δεν χωρούσε. Εκτός πια κι εάν υπήρχε κάποιο καθρεφτάκι μέσα στο δωμάτιο και μας πρόδιδε. Αλλά δεν βλέπαμε, όσο και να ψάχναμε με το βλέμμα μας, τίποτα τέτοιο. Σημασία έχει ότι το παιχνίδι μ’ εκείνη τη γενειάδα που μια την παραμονεύαμε και μια μας αιφνιδίαζε συνεχίστηκε. Μετά από κάποιον καιρό ο Αντωνάκης προσεκλήθη από τον ίδιο τον κύριο Πέτρο στο εργαστήριό του, και θα το πιστέψετε; Μπήκε, και μάλιστα μόνος. Ο βιβλικός εκείνος άνδρας τον φίλεψε καραμέλες, τον κατατόπισε και συνέχισε τη δουλειά του, έχοντας δίπλα το παιδί που παρακολουθούσε με μισάνοιχτο στόμα και διάπλατα μάτια. Εμείς οι άλλοι χάσκαμε το ίδιο, βλέποντας την εξέλιξη απ’ έξω. Ο μικρός επισκέπτης έγινε αργότερα ζωγράφος· εκείνη η μέρα προφανώς τον σφράγισε. Άφησαν και σε μένα έντονα ίχνη τα περάσματά μου από εκείνο τον χώρο. Ερχόταν από εκεί μέσα μια ακαθόριστη κεντρομόλος δύναμη προς την οποία δεν ήταν δυνατόν να μην ανταποκριθώ, να μη θελήσω να μπω σ’ αυτό το δωμάτιο, παράξενο άντρο ενός ιδιότροπου και μαζί ναΰδριο μιας μυστικοπαθούς αφοσίωσης που σπιρούνιζε τη φαντασία μου. Δεν άργησε να έρθει και η δική μου σειρά να λάβω την ανάλογη πρόσκληση. Την πρώτη φορά που πήγα, ο χώρος ήταν πλημμυρισμένος από το σύθαμπο ενός φθινοπωρινού δειλινού. Κοίταγα άπληστα γύρω. Τα συμπράγκαλα εκεί μέσα, τα παραφερνάλια μιας τέχνης που πλησίαζε την ιερουργία, οι μυρουδιές απ’ τις βαφές και τα νέφτια, και πρώτα απ’ όλα ο ίδιος αυτός, ο άνδρας με τη μορφή ερημίτη (τη σπηλιά του θα πρέπει να την έζωναν σκορπιοί και οχιές κάθε λογής, ανίκανες όμως να τον ταράξουν), αυτός ο άνδρας μ’ άφησε να καταλάβω ότι όποιος δίνεται πολύ σε ό,τι επιλέγει δέχεται την ευεργετική επιρροή μέσα του αόρατων συμμάχων. Από κάπου αντλεί εφεδρείες. Έτσι μόνον εξηγείται η ικανότητά του να μην πεινά και να μη νυστάζει όταν καταπιάνεται μ’ αυτό που θέλει, που το θέλει πάρα πολύ. Πρέπει πρώτα να δώσεις, για να σου δοθεί κατόπιν ό,τι χρειάζεσαι. Κι εκείνος ο άνδρας χρειαζόταν απλώς να τον αφήνουν ήσυχο για να ασκεί ένα πάθος που δεν το συντηρούσε παρά μόνο με τέμπερες και λαδοχρώματα.

Το λογαριάζω για δώρο ότι οι συγκυρίες με έφεραν κοντά σε τέτοιες υπάρξεις, εστιασμένες σ’ ένα μόνο σημείο. Θρησκεία τους ήταν το Ένα. Έμεναν πάνω εκεί κολλημένες επί χρόνια. Θερμαίνονταν, πυρακτώνονταν από την προσήλωσή τους. Ποιος θα πει ότι δεν έχουν λιγοστέψει πολύ στις μέρες μας αυτοί οι ταγμένοι πραγματικά σε ό,τι αγαπάνε; Στο άγραφο σημειωματάριο της νεότητάς μου βρίσκονται καταχωρισμένα ονόματα ανθρώπων ικανών να λιώνουν σαν τα κεριά προκειμένου να ολοκληρώσουν ό,τι άρχισαν. Ήταν θέμα γοήτρου γι’ αυτούς να αποκλείουν τα υποκατάστατα και τα μπαλώματα. Έμενε ακέραιος ο σκοπός. Και θυσίαζαν σ’ αυτόν ό,τι περισσότερο μπορούσαν, μέχρι που στραγγίζονταν στο τέλος της μέρας, για να αρχίσουν την επομένη τα ίδια. Ανθρώπινες κάμπιες που ζητούσαν ν’ αποκτήσουν φτερά με μια άσκηση φανατική που δεν είχε τέλος. Για ένα «πάθος της πεταλούδας» έχει μιλήσει ο Φουριέ. Το βρήκα επαληθευμένο σ’ όλους εκείνους. Και το ότι ήταν ερασιτέχνες ενίσχυε μάλλον παρά ελάττωνε την επιθυμία τους για μεταμόρφωση.

Η μια ανάμνηση φέρνει άλλες. Μου αποστέλλεται η εικόνα ενός ακόμη προσώπου. Το βλέπω να έρχεται από τα παλιά, καθισμένο πάνω στο αναπηρικό του καροτσάκι. Η πολιομυελίτιδα έχει σακατέψει τα κάτω άκρα, αφήνοντας άθικτο το πάνω μέρος του σώματος και κυρίως το κεφάλι με τα θυσανωτά μαλλιά και τα μάτια που αστράφτουν από σπιρτάδα και θέληση. Ο Ιάσων, δέκα χρόνια μεγαλύτερός μου. Ήπιος στους τρόπους, μ’ ένα χιούμορ που δεν ζήταγε να πάρει καμία ρεβάνς απ’ τους αρτιμελείς. Ήταν ο παντογνώστης της περιοχής σε ό,τι αφορούσε πηνία, λυχνίες, ερτζιανά κύματα, μαγνητόφωνα, τρανζίστορ, μηχανές προβολής σλάιντς και ταινιών, κι άλλα παρόμοια, πολύ μπερδεμένα και λεπτοφυή, ανάμεσα στα οποία περνούσε τις μέρες του. Η οικογένειά του κατόρθωνε να του προμηθεύει τον απαραίτητο εξοπλισμό και να τον ανανεώνει τακτικά. Εμείς, οι μικρότεροι, τον επισκεπτόμασταν βέβαιοι ότι κάθε φορά θα μας εντυπωσίαζε μ’ ένα καινούργιο τρικ, με κάποια πατέντα. Έφτιαξε κάποτε έναν πειρατικό σταθμό. Μόλις τελείωσε η πρώτη δοκιμαστική εκπομπή με εκφωνητή τον ίδιο, στο ισχνό πλάσμα, το βυθισμένο στο αναπηρικό του κάθισμα, αναγνωρίσαμε με δέος τον ιδιοφυή εφευρέτη, τον τρανό μηχανικό, έναν μάγο που από τα βύσματα και τα σύρματα παρήγε φθόγγους.
Η δισκοθήκη του δεν υστερούσε σε κύρος. Ό,τι ζητούσε κανείς θα το ’βρισκε οπωσδήποτε εκεί. Μπορούσαμε να ακούσουμε δίσκους των Jefferson Airplane ή όποιων άλλων, καθώς και κασέτες, να κοιτάξουμε επίσης με κάτι τεράστια κιάλια αντίκες μέσα απ’ το παράθυρο προς τον Υμηττό ή ακόμη καλύτερα να καδράρουμε την κλασική σκηνή: την έξοδο της μισόγυμνης του απέναντι διαμερίσματος από την τουαλέτα. Ύστερα, για αλλαγή, να κάνουμε εγγραφές στο μαγνητόφωνο με ιστορίες και ανέκδοτα πασπαλισμένα με σαχλαμάρες, να περιεργαστούμε το καλειδοσκόπιο, να ξεφυλλίσουμε γεωγραφικούς άτλαντες, κι αφού ξαναχαζέψουμε τον αυτοσχέδιο ραδιοφωνικό πομπό, να φύγουμε, αφήνοντας τον Ιάσονα μόνο του πάλι. Θα συνέχιζε τις συναρμολογήσεις και τα πειράματά του μέχρι αργά το βράδυ, για χάρη της αδαούς παιδικής ανθρωπότητας. Εκατομμύρια ανήλικοι τον περίμεναν, θα έπρεπε να πιστεύει ότι τον περιμένουν, να κατασκευάσει γι’ αυτούς διασκεδαστικά παζλ ή παιχνίδια βασισμένα στους εκλαϊκευμένους Έντισον και Χερτς. Το φως πίσω απ’ το παράθυρό του έμενε αναμμένο πολλή ώρα αφότου είχαμε πέσει για ύπνο, γεγονός που επικροτούσαμε σιωπηλά. Ήταν καλό για μας που ο μεγάλος μας φίλος και τεχνικός σύμβουλος εξακολουθούσε να εργάζεται. Ήταν ωραίο που κοιμόμασταν κι εκείνος σκεφτόταν. Άπληστοι, πρόσχαροι κηφήνες το άλλο πρωί τρέχαμε για να τρυγήσουμε το μέλι των ερευνών του.

Η χορεία των ακάματων εκείνων ανθρώπων μεγαλώνει, όσο τη σκέφτομαι. Ένας ζωντανεύει, κι αμέσως ξεπροβάλλουν κι άλλοι πίσω του. Άλλωστε γι’ αυτούς το φόρτε τους ήταν πάντα τα εγερτήρια. Ανοιχτά τα μάτια, γυρισμένα προς τα πάνω τα μανίκια. Ήταν μια δεκαετία που δεν άφηνε κανέναν στο στρώμα του για πολύ· αν έμενε, θα τον θεωρούσαν σκουριασμένο προτού ακόμη αρχίσει να σκουριάζει, ξεγραμμένο προτού ξεγραφεί. Ας το πούμε διαφορετικά: απαγορευόταν να γεράσεις πρόωρα. Ίσως γι’ αυτό και δεν άκουγες τόσο συχνά όσο σήμερα εκείνη την έκφραση που μαγαρίζει ό,τι καλό έχει συμβεί στο παρελθόν: «Και τι βγήκε; Και για ποιο λόγο να γίνει;». Αναδρομικά ακυρώνεται έτσι η ικανοποίηση από προηγούμενες στιγμές, μουτζουρώνεται το αίσθημα πληρότητας που δοκιμάζει κάποιος επειδή κατόρθωσε ένα δύσκολο έργο. Ουδεμία αυταπάτη υπάρχει ότι θα περάσει αυτή η στιγμή, θα έρθουν θλίψεις και οδύνες, αυτό είναι αναπόφευκτο. Γιατί θα ’πρεπε όμως να σπιλώσουμε την ανάμνηση της χαράς ριγμένοι σε μια μοιρολατρία που στο κάτω κάτω δεν είναι παρά ένας τρόπος για να ευαρεστούνται δειλά κι οι θλιμμένοι; Το ότι παρήλθε μια νίκη επί του πεπρωμένου μας δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξε νίκη ποτέ. Κάτι τέτοιο θα παρουσίαζε τον άνθρωπο σαν ένα πλάσμα που ζει βόσκοντας ό,τι φυλλαράκια του δίνει η κάθε ημέρα, μ’ ένα παρελθόν ξεπλυμένο στη μνήμη του και ένα μέλλον γραμμένο πάνω σε σημαδεμένη τράπουλα. Οι ταπεινοί εκείνοι τεχνίτες είχαν διαψεύσει αυτό το αξίωμα. Με το μεράκι τους και την προσήλωσή τους σε ό,τι είχαν πετύχει ως τότε και ό,τι προσπαθούσαν να πετύχουν και στη συνέχεια, απέρριπταν την ιδέα ότι είμαστε όλοι καταδικασμένοι να σκάβουμε μέρα και νύχτα τον αγρό της ματαιότητας. Ο περήφανος τρόπος που σκούπιζαν τον ιδρώτα τους με την ανάποδη της παλάμης έδειχνε πως αυτό είναι σφάλμα· δεν σιχτίριζαν το χωράφι, ούτε τον ήλιο που ζεμάταγε. Οι γκρινιάρικες συσπάσεις του προσώπου ταίριαζαν σε άλλους. Αυτοί σφύριζαν τον σκοπό τους και ξανάπιαναν τη δουλειά. Και με άφηναν να τους κοιτάω και να βρίσκω στην εικόνα τους κάτι που ερχόταν από τον Ήφαιστο και τον Μαρσύα μαζί.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Προσθέστε τα σχόλια σας:

Ευρετήριο: Όλες οι αναρτήσεις του blog με προεπισκόπηση στο άγγιγμα της εικόνας