6 Ιανουαρίου 2015

Αντιμετώπιση του προβλήματος του ελληνικού δημοσίου χρέους, του Κώστα Μελά

Αυτό που συμβαίνει την περίοδο του μνημονίου, στην Ελλάδα, σε σχέση με την αντιμετώπιση του ελληνικού δημοσίου χρέους είναι εξαιρετικά πρωτόγνωρο ακόμη και σε σχέση με άλλες περιόδους της ιστορίας του ελληνικού κράτους. 
Αναφέρομαι στην παντελή έλλειψη, κατ’ αρχάς,  συζήτησης  μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων του τόπου, σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισής του. Ούτε μια φορά δεν έγινε συζήτηση μεταξύ των πολιτικών αρχηγών, είτε σε συνάντηση υπό τον πρόεδρο της Δημοκρατίας, ούτε σε κατ’ ιδίαν συναντήσεις μεταξύ του εκάστοτε Πρωθυπουργού και του αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης.

Η ευθύνη προφανώς βαρύνει τους διατελέσαντες πρωθυπουργούς.

Αυτοί έχουν την πρωτοβουλία των κινήσεων και αυτοί λαμβάνουν τις αποφάσεις. Αξίζει να αναφερθεί ο τρόπος που διαχειρίστηκε την κρίση και την αθέτηση πληρωμών του 1932 η κυβέρνηση   Βενιζέλου. Οι ενέργειές του ήταν γνωστές στην αντιπολίτευση του Λαϊκού κόμματος και ειδικά του  αρχηγού του  Π. Τσαλδάρη, των υπολοίπων κομμάτων της αντιπολίτευσης (Γ.Καφαντάρη, Α. Παπαναστασίου, Γ. Κονδύλη, Κ. Ζαβιτσάνου) αλλά και των βασικών οικονομικών παραγόντων (Δ. Μάξιμου, Ι. Δροσοπούλου, Α. Κορυζή κτλ) με τους οποίους αντάλλασε απόψεις για την σωστότερη αντιμετώπιση της κατάστασης. Αναφέρω ενδεικτικά ότι μετά την λήξη της συνεδρίασης της Δημοσιονομικής Επιτροπής της ΚΤΕ (23 Μαρτίου 1931) και την μεσοβέζικη απόφασή της επί των αιτημάτων της ελληνικής κυβέρνησης [1] και πριν την συζήτηση στο Συμβούλιο της ΚΤΕ, ζήτησε από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας (Α. Ζαΐμη) να συγκαλέσει σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών , «αφ’ ενός μεν δια να ακούσουν έκθεσιν του Μαρή (υπουργού των οικονομικών) επί των συζητήσεων της δημοσιονομικής και επί της εν γένει οικονομικής καταστάσεως, αφ’ ετέρου δε να λάβουν αποφάσεις επί του προσφορωτέρου τρόπου ρυθμίσεως του πολιτικού θέματος. Η σύσκεψις των πολιτικών αρχηγών έγινε το απόγευμα της 25ης Μαρτίου»[2].


Επίσης, παραδόξως, η ελληνική κυβέρνηση έχει ταυτιστεί απολύτως με την άποψη της Γερμανίας, ότι το ελληνικό χρέος είναι διαχειρίσιμο και βιώσιμο παρά την συντριπτική πλειοψηφία των διεθνών και εγχώριων αναλυτών περί του αντιθέτου. Όχι μόνο σήμερα, αλλά και από την αρχή της ελληνικής περιπέτειας  τα δύο κόμματα ΠΑΣΟΚ – ΝΔ, ουδέποτε έθεσαν θέμα περί βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους. Μάλιστα προς επίρρωση των παραπάνω υπενθυμίζω ότι το πρόγραμμα του Μνημονίου (δημοσιονομική προσαρμογή- βιωσιμότητα χρέους) στηριζόταν (βασική προκείμενη) στη βιωσιμότητα του χρέους. Το λεγόμενο PSI είναι σε όλους γνωστό ότι αποφασίστηκε (με το συγκεκριμένο τρόπο) από τους Γερμανούς μετά την απόλυτη αποτυχία του οικονομικού προγράμματος τα δύο πρώτα έτη εφαρμογής του. Το κύριο επιχείρημα των ελληνικών κυβερνήσεων περί βιωσιμότητας του χρέους  είναι ότι πρέπει να ανακτηθεί η διεθνής εμπιστοσύνη της χώρας και να διευκολυνθεί η εκ νέου πρόσβαση στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές. Ενώ το επιχείρημα φαντάζει εύλογο στην πραγματικότητα καθίσταται έωλο δεδομένου ότι δεν φθάνει να ονομάζεται το χρέος βιώσιμο για να είναι συγχρόνως και στην πράξη βιώσιμο. 

Παράλληλα υποστηρίζεται ότι δεν μπορεί να απαιτηθεί μείωση του δημοσίου χρέους εις βάρος των ευρωπαίων φορολογουμένων δεδομένου ότι το μέγιστο του ελληνικού δημοσίου χρέους παρακρατείται πλέον από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Πρόκειται για μια ηθικιστική  αντίληψη που έχει επιβληθεί από την Γερμανία και η οποία δεν λαμβάνει υπόψη της ούτε καθ’ ελάχιστον τα ανάλογα ιστορικά προηγούμενα. Επίσης ως ηθικιστική αντίληψη υποκρύπτει, όχι και τόσο επιμελώς πρέπει να παραδεχθούμε, την συγκυριακή ισχύ της Γερμανίας και την επιθυμία της να επιβάλλει την κυριαρχία της στα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη. Όσοι την επικαλούνται δεν αντιλαμβάνονται πως λειτουργεί η πολιτική σε διεθνές επίπεδο ή εξυπηρετούν άλλους σκοπούς στην άγνοιά τους. Ίσως όμως εκείνο που εξυπηρετούν πρωτίστως είναι η δική τους αναπαραγωγή στην εξουσία αντιπαρατιθέμενοι με τις απόψεις όλων εκείνων που επιμένουν ότι το χρέος χρειάζεται αναδιάρθρωση. Με τον τρόπο αυτό όμως αδιαφορούν για την αλήθεια του πράγματος και για το συμφέρον της χώρας. Ανεξαρτήτως αν μπορεί να επέλθει ή όχι αναδιάρθρωση του χρέους μέσω διαπραγματεύσεων με τους δανειστές, το να υποστηρίζεται η βιωσιμότητα του χρέους δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια και συνεπώς στα συμφέροντα του ελληνικού κράτους.

Το να αποκλείουν, εκ των προτέρων, οποιαδήποτε διαπραγμάτευση για το χρέος συνιστά πολιτικό και λογικό λάθος. Το καθήκον τους θα ήταν να συμβάλλουν στο μέτρο των δυνατοτήτων τους στη νέα προσπάθεια η οποία επιχειρεί απλά να επιτύχει κάτι που εξυπηρετεί τα συμφέροντα της χώρας. Η διαπραγμάτευση δεν μπορεί να βλάψει κανέναν. Μάλιστα υπάρχουν περιπτώσεις που τα αποτελέσματα ήταν πολύ θετικά για την Ελλάδα όπως πχ στη Διάσκεψη της Χάγης, Αύγουστος 1929, με θέμα τις επανορθώσεις και τις πολεμικές αποζημιώσεις, όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος κατάφερε να ανατρέψει τα μέχρι τότε συμφωνηθέντα και να επιτύχει συμφωνία πολύ ευνοϊκότερη για την χώρα. Όλα τα κράτη που είχαν δικαίωμα να εισπράξουν επανορθώσεις είδαν τα μερίδιά τους να μειώνονται. Μόνο η Ελλάδα είδε το μερίδιό της να τριπλασιάζεται. Η εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων,  στο πλαίσιο της σημερινής ΕΕ, αποτελεί πρωταρχικό στόχο όλων των συμμετεχόντων χωρών. Ότι γίνεται εξυπηρετεί πρωτίστως το εθνικό συμφέρον των εθνικών κρατών και επειδή η ισχύς των κρατών είναι άνιση γίνεται κατανοητό ότι αυτό μεταφράζεται στην εξυπηρέτηση των ισχυρότερων χωρών και ειδικά της Γερμανίας. Με απλά λόγια η διαπραγμάτευση για την αναδιάρθρωση του χρέους αποτελεί εθνική υπόθεση και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπίζεται. 
Είναι σημαντικό να έχουμε ακριβή γνώση των δανειακών υποχρεώσεων της Ελλάδος. Σύμφωνα με τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους (ΟΔΔΗΧ), η κατάσταση με τους τόκους και τα χρεολύσια του δημοσίου χρέους, όπως αυτά εκτιμώνται ως το έτος 2030. Ο σχετικός πίνακας έχει ως εξής (σε δισ. ευρώ):

Πίνακας
Έτος
Χρεολύσια
Τόκοι
2013
12,89
5,887
2014
24,9
6,026
2015
16,018
5,878
2016
7,075
6,028
2017
7,48
6,405
2018
4,672
6,59
2019
9,949
6,622
2020
7,052
6,36
2021
7,169
10,956
2022
8,873
24,489
2023
11,186
17,551
2024
10,864
13,641
2025
8,795
9,03
2026
8,569
8,642
2007
8,453
8,215
2028
8,06
7,779
2029
7,308
7,29
2030
7,329
6,853

Η εξέλιξη των χρεολυσίων έχει να κάνει κυρίως με τα ομόλογα που διακρατά σήμερα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Αυτά λήγουν κυρίως ως το έτος 2017. Επίσης, ένα μεγάλο μέρος των χρεολυσίων οφείλεται στα δάνεια του ΔΝΤ, τα οποία αρχίζουμε να αποπληρώνουμε από το 2014.
Παρατηρούμε ότι υπάρχει μια σημαντικότατη αύξηση των τόκων την τετραετία 2021-2024.  Αυτό οφείλεται στο ότι, με βάση της συμφωνία του 2012, οι δανειστές (κυβερνήσεις των χωρών της Ευρωζώνης) πρόβλεψαν μία “περίοδο χάριτος” δέκα ετών στην καταβολή των τόκων, κάτι που βεβαίως έγινε επειδή ήταν παντελώς αδύνατο για την Ελλάδα να καταβάλει τους τόκους αυτούς κατά την παρούσα φάση. Βεβαίως, με την “περίοδο χάριτος” δε σημαίνει ότι η χώρα απαλλάσσεται από τους τόκους. Οι τόκοι υπολογίζονται και θα γίνουν απαιτητοί στο σύνολό τους, μεταξύ των ετών 2021 και 2024 (δηλαδή, δέκα χρόνια μετά την εκταμίευση των δανείων).

Πόσοι είναι αυτοί οι τόκοι;
Την περίοδο 2021-2024 υπολογίζονται περίπου σε 66,637 δις. ευρώ. Και μάλιστα, αυτή είναι η πλέον ευνοϊκή εκδοχή. Καθώς το επιτόκιο είναι συνάρτηση του επιτοκίου euribor, σημαίνει ότι αυτό δεν είναι σταθερό και ότι μεταβάλλεται καθημερινά. Εκτιμάται δε ότι, ο ΟΔΔΗΧ υπολόγισε τους τόκους με βάση το σημερινό επιτόκιο euribor, το οποίο βρίσκεται περίπου στο 0,30%, επίπεδο που είναι ένα από τα πιο χαμηλά στην ιστορία του (κατά την τελευταία 4ετία, το 3μηνο euribor διακυμάνθηκε από 0,19% έως 1,80%).

Αυτή είναι η πραγματικότητα των δανειακών υποχρεώσεων της χώρας. Ο καθένας ας συνάγει τα συμπεράσματά του. Επομένως το πρώτο ζήτημα στο οποίο χρειάζεται να ξεκαθαρισθεί από την πλευρά του πολιτικού συστήματος είναι αν το χρέος είναι ή όχι διαχειρίσιμο. Στο σημείο αυτό δεν πρέπει να λησμονούμε ότι οι ίδιοι οι ευρωπαίοι (με απόφαση του eurogroup Νοέμβριος 2012) είχαν αποφασίσει να προβούν σε περαιτέρω διευθετήσεις του ελληνικού δημοσίου χρέους, αν παραχθεί πρωτογενές πλεόνασμα. Αυτό σημαίνει, κατ' αρχάς, ότι και για τους ευρωπαίους χρειάζεται περαιτέρω διευθέτηση του ελληνικού δημοσίου χρέους. Ανεξαρτήτως όμως αυτού, η ελληνική πολιτεία δεν μπορεί να εμφανίζεται διασπασμένη στο ζήτημα αυτό. Ας ξεκινήσουμε τη συζήτηση από αυτό το σημείο. Νομίζω ότι η παραδοχή της μη βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους είναι σημείο εύκολης συμφωνίας. Φθάνει να παραμεριστούν οι κομματικές απόψεις. Η σύγκλιση απόψεων σε μια κοινή εθνική θέση θα αποτελέσει το πρώτο βήμα για διαπραγμάτευση από ισχυρότερη θέση.


[1]  «Την 10ην  Μαρτίου 1932 συνήλθε εις Παρισίους η Δημοσιονομική Επιτροπή της ΚΤΕ, δια να αποφανθή επί της χορηγηθησομένης βοήθειας προς την Αυστρίαν, την Ουγγαρίαν, την Βουλγαρίαν και την Ελλάδα. …. Η ελληνική κυβέρνηση επρότεινεν όπως η κάλυψις του υπολειπομένου ελλείμματος πραγματοποιηθή: 1) Δια της επί πενταετίαν αναστολής του χρεωλυσίου των εξωτερικών δανείων.2) Δια της αναστολής των χρεολυσίων του χρέους του Δημοσίου προς τας Τράπεζας Εθνικήν και Ελλάδος 3) Δια της μετατροπής των εσωτερικών δανείων και της μειώσεως των τόκων των κατά 25%. Συγχρόνως εζήτησεν όπως χορηγηθή εις την Ελλάδα δάνειον 10 εκατ δολαρίων ετησίως επί πέντε έτη, προς συνέχισιν και αξιοποίησιν των παραγωγικών έργων. … Επίσης τονίσθηκε ότι η φορολογική ικανότης του ελληνικού λαού είχεν αποδώσει το μέγιστον δυνατόν, ώστε επιβολή νέων φόρων να αποκλείεται».
 Γ. Δαφνής, Η Ελλάς μεταξύ των δύο πολέμων 1923-1940, Κάκτος 1997, σ. 533-4.

[2] Γ. Δαφνής, Η Ελλάς μεταξύ των δύο πολέμων 1923-1940, Κάκτος 1997, σ. 535.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Προσθέστε τα σχόλια σας:

Ευρετήριο: Όλες οι αναρτήσεις του blog με προεπισκόπηση στο άγγιγμα της εικόνας